Οι βασιλοκουλούρες, βασιλόπιτες και φωτοκουλούρες
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς όλες οι γυναίκες του χωριού,κορίτσια,παντρεμένες και γριές,ζύμωναν τις κουλούρες του Αϊ - Βασίλη,τις βασιλοκλούρες.Από το πρωί ετοίμαζαν τα απαραίτητα σύνεργα,σκαφίδια,ταψιά,καλές σίτες,τάβλες,μεσάλια.Έβγαζαν το αλεύρι από το αμπαράκι και άρχισαν να το κοσκινίζουν με την καλή σήτα.
Κατόπιν άλλη γυναίκα ζύμωνε στο ταψί κι άλλη στο σκαφίδι.Αφού γινόταν το προζύμι όπως ήθελαν και έπλαθαν τις κουλούρες,τις σκέπαζαν με κουβέρτες.Κατά το απόγευμα άναβαν τις γάστρες με τις βουνιές και αφού έκαιγαν καλά,έριχναν μέσα και έψηναν τις κουλούρες.
Μόλις άρχισαν να ροδοκοκκινίζουν λιγάκι,τις άλειφαν από την πάνω μεριά με ζάχαρη και νερό για να φτιάξει νόστιμη πέτσα.Κάθε νοικοκυρά έκανε τουλάχιστον τρεις κουλούρες:για τα ζώα,για την εκκλησία και το σπίτι.Ήταν οι βασιλοκουλούρες που συμβόλιζαν τα δώρα του Αϊ Βασίλη για τη νέα χρονιά. Η κουλούρα για τα ζώα είχε πάνω της σχεδιασμένα τον τσοπάνο με τα πρόβατα και το μαντρί.
Πριν ξημερώσει η Πρωτοχρονιά,ένας άντρας από κάθε οικογένεια που είχε πρόβατα,έβαζε στον τροβά την κουλούρα,έναν κοκοτσέλο (μικρό κόκορα) ψητό, ένα κλειδοπίνακο τυρί,μια γαράφα κρασί,τσιγάρα,φρούτα και ξεκινούσε να πάει στον τσοπάνο που φύλαγε τα πρόβατα.
Να σημειωθεί ότι πριν ξεκινήσει από το σπίτι έριχνε μερικές ντουφεκιές στον αέρα.Το ίδιο όταν έφτανε και στο μαντρί.
Η χαρά του τσοπάνου ήταν απερίγραπτη μόλις έβλεπε τα δώρα.Έπαιρνε την κουλούρα,την τσάκιζε στη ράχη του κριαριού και έδινε από ένα κομμάτι στα πρόβατα για να είναι γερά.
Η δεύτερη κουλούρα,για την εκκλησία, ήταν καλοζυμωμένη.Η γριά ή η μεγαλύτερη γυναίκα έστρωνε μια κανίστρα με ωραίο μεσάλι,έκοβε την κουλούρα σε τετράγωνα κομμάτια και μαζί μ' ένα πιάτο τυρί ή κοτόπουλο βρασμένο τα έβαζε στην κανίστρα και ξεκινούσε για να πάει στην εκκλησία το πρωί και να τα μοιράσει.Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας,γέροι και νέοι έπαιρναν τη θέση τους στον προθάλαμο της εκκλησίας για να δεχθούν τα καλούδια.Οι παππούδες άνοιγαν τα μαντήλια τους και προσπαθούσαν να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερο κομμάτια από τυρί και κοτόπουλο.
Όταν τελείωνε το μοίρασμα οι γυναίκες άλλαζαν μεταξύ τους τα κομμάτια που είχαν περισσέψει και τα 'παιρναν στο σπίτι όπου τα σχολίαζαν όπως ακριβώς έκαναν και οι τσοπάνοι.
Η τρίτη κουλούρα ήταν για τις ανάγκες του σπιτιού.'Έφτιαχναν διάφορες παραστάσεις πάνω της με ζυμάρι σκηνές από την αγροτική ζωή και αγροτικά εργαλεία.Ο αρχηγός του σπιτιού ή ο μεγαλύτερος γιος νωρίς το πρωί ή μετά την εκκλησία, το μεσημέρι πήγαινε στο στάβλο και έσπαζε την κουλούρα στο κέρατο του βοδιού και έδινε από ένα κομματάκι σ' όλα τα ζώα.Την υπόλοιπη την κρατούσε για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.Οι βασιλοκουλούρες όπως και η βασιλόπιτα συμβόλιζαν τα δώρα του Αϊ - Βασίλη.
Την παραμονή λοιπόν της Πρωτοχρονιάς,εκτός από τις βασιλοκουλούρες,οι νοικοκυρές ζύμωναν και έψηναν και τη βασιλόπιτα.Κοσκινούσαν ένα-δύο γκαμπράνια αλεύρι,ύστερα ζύμωναν κι έφτιαχναν πέτρα (μικρά κομμάτια προζυμιού). Έπειτα άνοιγαν φύλλα πάνω στα οποία άπλωναν μπλουγούρι--κομμένο σιτάρι στις μυλόπετρες και βρασμένο-και κομματάκια χοιρινού κρέατος από το γουρούνι που είχαν σφάξει τα Χριστούγεννα.
Μέσα στην βασιλόπιτα έβαζαν ένα νόμισμα,ένα κληματόξυλο,ένα κομμάτι άχυρο και μαλλί.Στο τέλος οι νοικοκυρές κεντούσαν τη βασιλόπιτα με το πηρούνι φτιάχνοντας διάφορα σχέδια και την έβαζαν στη γάστρα για να ψηθεί.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς,το μεσημέρι, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το μαχαίρι και έκοβε τη βασιλόπιτα σε τετράγωνα κομμάτια αφού χάραζε πάνω της το σχήμα του σταυρού.
Άρχιζαν όλοι να τρώνε με όρεξη και με έντονο το ενδιαφέρον να βρούνε το φλουρί.Όποιος το έβρισκε σήμαινε ότι θ' αποκτούσε πολλά χρήματα τη νέα χρονιά, αυτός που πετύχαινε το άχυρο θα είχε καλή σοδειά από τα χωράφια,με το κληματόξυλο θα είχε πολύ κρασί και με το μαλλί πολλά πρόβατα.
Το φτιάξιμο και η κοπή της βασιλόπιτας απαιτούσε μια ολόκληρη διαδικασία που όλοι τηρούσαν ευλαβικά συνεχίζοντας για πολλά χρόνια αυτό το έθιμο της Πρωτοχρονιάς.Μετά τις βασιλοκουλούρες και τη βασιλόπιτα ερχόταν η σειρά για τις φωτοκουλούρες.
Την παραμονή των Φώτων (Θεοφάνεια),κύριο έργο των γυναικών ήταν η ετοιμασία των φωτοκουλούρων.
Ξανά λοιπόν κοσκίνισμα,ζύμωμα και ψήσιμο.Έφτιαχναν εφτά-οκτώ κουλούρες ρίχνοντας και αυγά μερικές φορές.Οι Φωτοκουλούρες διέφεραν από τις βασιλοκλούρες στο μέγεθος-ήταν μικρότερες -και στο ότι είχαν μια μεγάλη τρύπα στη μέση.
Μετά την εκκλησία η νοικοκυρά ετοίμαζε τα δώρα του γελαδάρη που φύλαγε την αγέλη των ζώων. Αφού πότιζε τα ζώα τα οδηγούσε στην περιφέρεια και τον γελαδάρη κουβαλώντας τα δώρα: φωτοκλούρα, κρέας, τυρί, κρασί.Ακολουθούσαν ευχές για καλή χρονιά και υγεία.Όσο περνούσε η ώρα πλήθαιναν τα γελάδια που κατέφθαναν συνέχεια.Και βέβαια η χαρά του γελαδάρη μεγάλωνε περισσότερο βλέποντας τις κουλούρες και τα δώρα ν' αυξάνουν.
Να σημειωθεί ότι ορισμένοι μερακλήδες Μεγαλοκαλυβιώτες όταν άφηναν τα ζώα να πάνε στο γελαδάρη,κρεμούσαν στα κέρατα της ψηλότερης αγελάδας τη φωτοκουλούρα για να την πάρει ο γελαδάρης.
Οι γιορτινές μέρες της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων ήταν γεμάτες ευτυχία για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που έβρισκαν τον τρόπο να χαρούν και να ξαποστάσουν λιγάκι από τον κάματο της ζωής.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς όλες οι γυναίκες του χωριού,κορίτσια,παντρεμένες και γριές,ζύμωναν τις κουλούρες του Αϊ - Βασίλη,τις βασιλοκλούρες.Από το πρωί ετοίμαζαν τα απαραίτητα σύνεργα,σκαφίδια,ταψιά,καλές σίτες,τάβλες,μεσάλια.Έβγαζαν το αλεύρι από το αμπαράκι και άρχισαν να το κοσκινίζουν με την καλή σήτα.
Κατόπιν άλλη γυναίκα ζύμωνε στο ταψί κι άλλη στο σκαφίδι.Αφού γινόταν το προζύμι όπως ήθελαν και έπλαθαν τις κουλούρες,τις σκέπαζαν με κουβέρτες.Κατά το απόγευμα άναβαν τις γάστρες με τις βουνιές και αφού έκαιγαν καλά,έριχναν μέσα και έψηναν τις κουλούρες.
Μόλις άρχισαν να ροδοκοκκινίζουν λιγάκι,τις άλειφαν από την πάνω μεριά με ζάχαρη και νερό για να φτιάξει νόστιμη πέτσα.Κάθε νοικοκυρά έκανε τουλάχιστον τρεις κουλούρες:για τα ζώα,για την εκκλησία και το σπίτι.Ήταν οι βασιλοκουλούρες που συμβόλιζαν τα δώρα του Αϊ Βασίλη για τη νέα χρονιά. Η κουλούρα για τα ζώα είχε πάνω της σχεδιασμένα τον τσοπάνο με τα πρόβατα και το μαντρί.
Πριν ξημερώσει η Πρωτοχρονιά,ένας άντρας από κάθε οικογένεια που είχε πρόβατα,έβαζε στον τροβά την κουλούρα,έναν κοκοτσέλο (μικρό κόκορα) ψητό, ένα κλειδοπίνακο τυρί,μια γαράφα κρασί,τσιγάρα,φρούτα και ξεκινούσε να πάει στον τσοπάνο που φύλαγε τα πρόβατα.
Να σημειωθεί ότι πριν ξεκινήσει από το σπίτι έριχνε μερικές ντουφεκιές στον αέρα.Το ίδιο όταν έφτανε και στο μαντρί.
Η χαρά του τσοπάνου ήταν απερίγραπτη μόλις έβλεπε τα δώρα.Έπαιρνε την κουλούρα,την τσάκιζε στη ράχη του κριαριού και έδινε από ένα κομμάτι στα πρόβατα για να είναι γερά.
Την υπόλοιπη κουλούρα την κρατούσε για να τη φάει μόνος του ή παρέα μ' άλλους βοσκούς. Συνήθως όλοι οι βοσκοί μαζεύονταν στην κεντρική καλύβα να φάνε και να πιουν.Άναβαν μεγάλη φωτιά,άνοιγαν καταγής τα μεσάλια και έβγαζαν όλα τα τρόφιμα.
Στη συνέχεια γέμιζαν τα τάσια με κρασί,τα τσούγκριζαν και έλεγαν ευχές:"Καλή χρονιά","να παν καλά τα πράτα",ή προσωπικές ευχές και άρχιζαν να τρώνε.Βαστούσε αρκετή ώρα το φαγοπότι και στο τέλος αφού άλλαζαν μεταξύ τους κομμάτια από τις κουλούρες,γυρνούσαν στα σπίτια.Πείραζαν τις γυναίκες για τις κουλούρες:"κοίταξε πόσες κουφάλες έχει","κοίτα πόσο άψητη είναι" ή "βγάζει νερό".Η δεύτερη κουλούρα,για την εκκλησία, ήταν καλοζυμωμένη.Η γριά ή η μεγαλύτερη γυναίκα έστρωνε μια κανίστρα με ωραίο μεσάλι,έκοβε την κουλούρα σε τετράγωνα κομμάτια και μαζί μ' ένα πιάτο τυρί ή κοτόπουλο βρασμένο τα έβαζε στην κανίστρα και ξεκινούσε για να πάει στην εκκλησία το πρωί και να τα μοιράσει.Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας,γέροι και νέοι έπαιρναν τη θέση τους στον προθάλαμο της εκκλησίας για να δεχθούν τα καλούδια.Οι παππούδες άνοιγαν τα μαντήλια τους και προσπαθούσαν να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερο κομμάτια από τυρί και κοτόπουλο.
Όταν τελείωνε το μοίρασμα οι γυναίκες άλλαζαν μεταξύ τους τα κομμάτια που είχαν περισσέψει και τα 'παιρναν στο σπίτι όπου τα σχολίαζαν όπως ακριβώς έκαναν και οι τσοπάνοι.
Η τρίτη κουλούρα ήταν για τις ανάγκες του σπιτιού.'Έφτιαχναν διάφορες παραστάσεις πάνω της με ζυμάρι σκηνές από την αγροτική ζωή και αγροτικά εργαλεία.Ο αρχηγός του σπιτιού ή ο μεγαλύτερος γιος νωρίς το πρωί ή μετά την εκκλησία, το μεσημέρι πήγαινε στο στάβλο και έσπαζε την κουλούρα στο κέρατο του βοδιού και έδινε από ένα κομματάκι σ' όλα τα ζώα.Την υπόλοιπη την κρατούσε για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.Οι βασιλοκουλούρες όπως και η βασιλόπιτα συμβόλιζαν τα δώρα του Αϊ - Βασίλη.
Την παραμονή λοιπόν της Πρωτοχρονιάς,εκτός από τις βασιλοκουλούρες,οι νοικοκυρές ζύμωναν και έψηναν και τη βασιλόπιτα.Κοσκινούσαν ένα-δύο γκαμπράνια αλεύρι,ύστερα ζύμωναν κι έφτιαχναν πέτρα (μικρά κομμάτια προζυμιού). Έπειτα άνοιγαν φύλλα πάνω στα οποία άπλωναν μπλουγούρι--κομμένο σιτάρι στις μυλόπετρες και βρασμένο-και κομματάκια χοιρινού κρέατος από το γουρούνι που είχαν σφάξει τα Χριστούγεννα.
Μέσα στην βασιλόπιτα έβαζαν ένα νόμισμα,ένα κληματόξυλο,ένα κομμάτι άχυρο και μαλλί.Στο τέλος οι νοικοκυρές κεντούσαν τη βασιλόπιτα με το πηρούνι φτιάχνοντας διάφορα σχέδια και την έβαζαν στη γάστρα για να ψηθεί.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς,το μεσημέρι, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το μαχαίρι και έκοβε τη βασιλόπιτα σε τετράγωνα κομμάτια αφού χάραζε πάνω της το σχήμα του σταυρού.
Άρχιζαν όλοι να τρώνε με όρεξη και με έντονο το ενδιαφέρον να βρούνε το φλουρί.Όποιος το έβρισκε σήμαινε ότι θ' αποκτούσε πολλά χρήματα τη νέα χρονιά, αυτός που πετύχαινε το άχυρο θα είχε καλή σοδειά από τα χωράφια,με το κληματόξυλο θα είχε πολύ κρασί και με το μαλλί πολλά πρόβατα.
Το φτιάξιμο και η κοπή της βασιλόπιτας απαιτούσε μια ολόκληρη διαδικασία που όλοι τηρούσαν ευλαβικά συνεχίζοντας για πολλά χρόνια αυτό το έθιμο της Πρωτοχρονιάς.Μετά τις βασιλοκουλούρες και τη βασιλόπιτα ερχόταν η σειρά για τις φωτοκουλούρες.
Την παραμονή των Φώτων (Θεοφάνεια),κύριο έργο των γυναικών ήταν η ετοιμασία των φωτοκουλούρων.
Ξανά λοιπόν κοσκίνισμα,ζύμωμα και ψήσιμο.Έφτιαχναν εφτά-οκτώ κουλούρες ρίχνοντας και αυγά μερικές φορές.Οι Φωτοκουλούρες διέφεραν από τις βασιλοκλούρες στο μέγεθος-ήταν μικρότερες -και στο ότι είχαν μια μεγάλη τρύπα στη μέση.
Μετά την εκκλησία η νοικοκυρά ετοίμαζε τα δώρα του γελαδάρη που φύλαγε την αγέλη των ζώων. Αφού πότιζε τα ζώα τα οδηγούσε στην περιφέρεια και τον γελαδάρη κουβαλώντας τα δώρα: φωτοκλούρα, κρέας, τυρί, κρασί.Ακολουθούσαν ευχές για καλή χρονιά και υγεία.Όσο περνούσε η ώρα πλήθαιναν τα γελάδια που κατέφθαναν συνέχεια.Και βέβαια η χαρά του γελαδάρη μεγάλωνε περισσότερο βλέποντας τις κουλούρες και τα δώρα ν' αυξάνουν.
Να σημειωθεί ότι ορισμένοι μερακλήδες Μεγαλοκαλυβιώτες όταν άφηναν τα ζώα να πάνε στο γελαδάρη,κρεμούσαν στα κέρατα της ψηλότερης αγελάδας τη φωτοκουλούρα για να την πάρει ο γελαδάρης.
Οι γιορτινές μέρες της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων ήταν γεμάτες ευτυχία για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που έβρισκαν τον τρόπο να χαρούν και να ξαποστάσουν λιγάκι από τον κάματο της ζωής.