Οι θεσσαλικές τετραρχίες ήταν οι εξής:
Η Θεσσαλιώτιδα,που περιλαμβανόταν μεταξύ Εστιαιώτιδας και Φθιώτιδας,δίπλα στα σύνορα των Αθαμάνων και των Δολόπων,όπου βρίσκεται ο περίφημος συνοικισμός της Μητρόπολης και της αρχαιότατης αιολικής Άρνης,στη θέση της οποίας ιδρύθηκε αργότερα το θεσσαλικό Κιέριο.
Η Πελασγιώτιδα,που περιελάμβανε την ανατολική περιοχή της Θεσσαλίας με τις πόλεις της Λάρισας και των Φερών.
Η Φθιώτιδα,δηλαδή η περιφέρεια της ισχυράς Φαρσάλου.Η Φάρσαλος ήταν,κατά την αρχαιότητα,μία από τις ισχυρότερες Θεσσαλικές πόλεις.Δεύτερη στη δύναμη μετά την Πελασγιώτιδα.
Η Εστιαιώτιδα,δηλαδή η δυτική περιοχή στην οποία βρίσκονταν οι αρχαίες πόλεις Τρίκκη και Αιγίνιον.Η διαίρεση αυτή δεν είχε εθνικό χαρακτήρα,αλλά γεωγραφικό και οικονομικό,αν και εμφανίζεται,κατά την παράδοση,ως διοικητικό έργο του μυθικού βασιλιά των Θεσσαλών, του Αλεύα,του Πύρρου.Το όνομα Εστιαιώτις ή Ιστιαιώτις οφειλόταν κατά το Στράβωνα στην εγκατάσταση στην περιοχή των Τρικάλων αιχμαλώτων της Ιστιαίας της Εύβοιας,οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τους Περραιβούς (Θεσσαλικό φύλο) όταν αυτοί κατέλαβαν την πόλη τους.Η Εστιαιώτις ή Ιστιαιώτις μαζί με τη Δολοπία, ονομαζόταν στους ιστορικούς χρόνους «Άνω Θεσσαλία» (Στράβων θ΄437),επειδή βρισκόταν κοντά στην οροσειρά της Πίνδου.Τα όριά της ήταν στα βόρεια η κοιλάδα του ποταμού Ίωνα (Μουργκάνης) και τα Καμβούνια,νότια ο ποταμός Πάμισος,δυτικά η κορυφογραμμή της Πίνδου,ενώ ανατολικά με την επικράτεια των πόλεων Περραιβίας,δηλαδή η έκταση της Εστιαιώτιδας κάλυπτε περίπου το σημερινό νομό των Τρικάλων.Οι βορειότερες πόλεις της Εστιαιώτιδας ήταν η Οξύνεια και σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς η Μονδαία.Πάντως άλλοι την εντάσσουν στην Περραιβία.Στην πεδιάδα ήταν κτισμένη η Φαΰτός (Ζάρκο),η Φαρκαδών,το Πελιναίον και η πρωτεύουσα Τρίκκη που διαρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο.
Κοντά στην Καλαμπάκα ήταν το Αιγίνιο.Βορειότερα του Αιγινίου κατοικούσαν διάφορα συγγενή με τους Θεσσαλούς φύλα,όπως οι Τυμφαίοι (όρος Τύμφη) και οι Αίθικες.Στις βουνοπλαγιές του Κόζιακα (Κερκέτιο όρος) πρέπει να ήταν οι πόλεις Φαλώρεια και Πιάλεια.Σπουδαία πόλη της Εστιαιώτιδας ήταν οι Γόμφοι που κυριαρχούσαν στα δυο περάσματα της περιοχής,δηλαδή τις κοιλάδες του Πορταΐκού ποταμού και του Πάμισου.Μικρότερες πόλεις ήταν το Αθήναιον και το Πότναιον και στην πεδιάδα η Φήκη και η Σιλάνα.Στη νότια Εστιαιώτιδα βρισκόταν η Μητρόπολη (Ονθύριο) και η Ιθώμη που σήμερα περιλαμβάνονται εντός των ορίων του νομού της Καρδίτσας.
Αρχαίος Άτραξ
Τριανταεφτά (37) χιλιόμετρα Ανατολικά των Τρικάλων και δύο χιλιόμετρα περίπου νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού Πηνειάδα (Ζάρκο Μαρί) του Νομού Τρικάλων,στα όρια Τρικάλων – Λαρίσης,βρίσκεται απλωμένος ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος με τεράστια αρχαιολογική και επιστημονική σημασία.Είναι η κραταιά και πολυσήμαντη αρχαία πολιτεία του Άτραγα,που εδέσποσε για πολλές εκατονταετίες και δημιούργησε αξιοσέβαστο πολιτισμό δίπλα στον Πηνειό που γλύφει καθημερινά τα αξιόλογα και σεβάσμια αρχαία μνημεία ενός αξιόλογου παρελθόντος από τη θέση "Καστρί" (πάνω στη λοφοσειρά του Τίτανου ή Δοβρούτσι) μέχρι την τοποθεσία "Λεύκια" και ίσως και πιο πέρα.
Ο ιδρυτής της αρχαίας αυτής πολιτείας,ο ’Ατραξ,ήταν Λαπίθης το γένος και γιος του Πηνειού και της Βουράς και πρέπει να έκτισε την πόλη στη 2η χιλιετία π.Χ. περίπου.Παραπόταμος με το ίδιο όνομα στην περιοχή της Πελασγιώτιδας χύνονταν στον Πηνειό ποταμό.Έτσι είτε από τον ιδρυτή Άτραγα είτε από τον ομώνυμο παραπόταμο Άτραγα πήρε το όνομα αυτή η μετέπειτα ξακουσμένη πολιτεία που ανήκει στην Τετραρχία της Εστιαιώτιδας χωρίς να αποκλείεται σε ορισμένες φάσεις να περιήλθε και στην δικαιοδοσία της Πελασγιώτιδας ή της Περραιβίας και όπως για το σύνολο των Αρχαιοελληνικών πόλεων έτσι και για τον Άτραγα δεν υπάρχουν πηγές για τους αβυσσαλέους αιώνες που διέρρευσαν από τη 2η π.Χ. χιλιετία ως τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Στον τεράστιο αυτό αρχαιολογικό χώρο λατρεύονταν ο Ποσειδώνας,η Γη Πανταρέτη,ο Απόλλωνας Αγρέας,ο Απόλλων Εβδομαίος,η Άρτεμη και κατά πάσα πιθανότητα η Δήμητρα,ο Ασκληπιός και ο Ομολώιος Δίας.
Πρώτη γραπτή μαρτυρία,από την οποία και μπορούμε να σηματοδοτήσουμε την εκκίνηση της ακμής της πολιτείας,είναι μια έμμετρη (σε Ιαμβικό μέτρο) επιτύμβια στήλη του 6ου π.Χ. αιώνα που εντόπισε ο Αρχαιολόγος–Ιστορικός Γιώργος Ηλ. Ζιάκας (στην οικία Μακρή στην Πηνειάδα) και τη μελέτησε.Η επιγραφή αυτή με λάθος του λιθοξόου μνημονεύει κάποιον ΥΒΡΙΣΤΑ και αποδεικνύει το χώρο της ταφής του:ΥΒΡΙΣΤΑΣ ΕΜΙΝΜΑΜΑ (= Υβρίστους ειμί μνάμα = μνήμα).
Έντονη είναι η παρουσία του Άτραγα στα Θεσσαλικά πράγματα κυρίως από τον 5ο π.Χ. αιώνα έως τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Κόβει δικά του νομίσματα αργυρά και ορειχάλκινα (400 – 344 π.Χ.) και (300 – 200 π.Χ.) και αναπτύσσει εμπορικές σχέσεις με τα γύρω μεγάλα Διοικητικά διαμερίσματα της εποχής εκείνης,όπως με την Εστιαιώτιδα,την Πελασγιώτιδα,την Περραιβία,αλλά και με και με τις νοτιότερες Ελληνίδες πόλεις–κράτη .
Αργότερα χρησιμοποιεί νομίσματα της Λάρισας και του κοινού των Θεσσαλών μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια (2ος π.Χ. αιώνας).Χτίζει μεγαλόπρεπο κάστρο,ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι και σήμερα,με μια θαυμάσια οχύρωση που το κάνει απόρθητο.
Στις όχθες του Πηνειού σώζονται μεγάλοι μαρμάρινοι λαξευμένοι ογκόλιθοι από αρχαίο ναό,όπου σε ένα επιστύλιο ο Γιώργος Ηλ. Ζιάκας εντόπισε φθαρμένη επιγραφή,που τη μελέτησε.Η επιγραφή αυτή του 4ου π.Χ. αιώνα είναι αφιερωματική στο ναό των "Ναϊάδων Νυμφών" και έχει ως εξής:
"Ειπόν τις τόδε δώμα και αντία παν επόνησεν,στήσας συν πολλοίς θύμασιν ανθέματα,όχθαισιν Πηνειού υπό λόφον ανθεμόευτα κι ποσί δινούνται Ναϊδες αβρόπεπλοι,Ναϊάσιν Νύμφαισι κατ’ αγλαοειδέα χώρον δώμα τε ίδρυσε πέτροις και κέρατ’ αργυρέα Αρνέηκλος προφρόνως,εκλυομένην οθ’ υγείαν εξαύτις λάχ’ εην, νούσου απωσάμενος αις πρέπει αθανάτους αύξων τιμαίσιν ο Σου υιός επηγλάισεν Ναϊάδων τέμενος".
Από την ίδια περιοχή ο Γιώργος Ηλ. Ζιάκας και κάτω από πολύμοχθες προσπάθειες περισυνέλεξε και μετέφερε δεκάδες ενεπίγραφες επιτύμβιες και αναθηματικές μαρμάρινες στήλες στην Αρχαιολογική Συλλογή Τρίκκης,πριν χαθούν για την επιστήμη και την έρευνα για την ιστορία του τόπου μας.Αυτές οι ενεπίγραφες στήλες του Άτραγα αργότερα αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας του Γάλλου αρχαιολόγου B. HELLY και στη συνέχεια θέμα διεθνούς συνεδρίου στη Λυών της Γαλλίας.
Νωρίτερα είχε κάμει μια πρώτη παρουσίαση στα "Πνευματικά Τρίκαλα" (περιοδική έκδοση Δήμου Τρικκαίων,Τρίκαλα 1970) και στη συνέχεια στο περιοδικό της Φιλαρχαίου Εταιρείας Τρίκκης: "Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ" (Σειρά:Αρχαιολογικά–Ιστορικά–Λαογραφικά Ν. Τρικάλων,Τρίκαλα 1974,τόμος 6ος).Το 1984 με τις εν λόγω επιγραφές ασχολήθηκε και ο αρχαιολόγος Θ. Τζιαφάλιας ("Θεσσαλικό Ημερολόγιο",Λάρισα 1984).Στις αρχές του αιώνα μας,το 1913 είχε επισκεφθεί τον αρχαίο Άτραγα ο μεγάλος Έλληνας Αρχαιολόγος,Αρβανιτόπουλος όπου καθώς γράφει:"Εύρον αναθηματικάς τινάς τω Ποσειδώνι και επιτυμβίους επιγραφάς,τάφους τινάς κοινοτάτους και σαφή ίχνη ναού παρά μέγαν τύμβον.Αμφότερα τα τελευταία ταύτα είναι άξια συντόμου ανασκαφής" (πρακτικά 1914).
Αλλά και άλλοι αρχαιολόγοι επισκέφθηκαν τον Άτραγα όπως ο Δ. Θεοχάρης,ο Γ. Χουρμουζιάδης,ο Κ. Γαλλής,ο Άγγελος Λιάγκουρας κ.ά. Πλην δυστυχώς μέχρι σήμερα συστηματικές ανασκαφικές έρευνες δεν έλαβαν χώρα και πολλά αρχαία καταστρέφονται σήμερα από τις βαθειές γεωργικές καλλιέργειες και από τους αρχαιοκάπηλους.Και είναι κρίμα ένας τέτοιος χώρος,στον οποίο δεν χρειάζονται απολλοτριώσεις,να μην αξιοποιείται αρχαιολογικά και επιστημονικά.
Από αναθηματική στήλη που μετέφερε ο Γιώργος Ηλ. Ζιάκας στην Αρχαιολογική Συλλογή Τρίκκης,πιστοποιήθηκε η λατρεία στον Άτραγα του "Απόλλωνα Αγρέα" δηλαδή του Απόλλωνα κυνηγού.Από άλλη αναθηματική στήλη που επίσης μετέφερε,πιστοποιήθηκε η λατρεία του "Απόλλωνα Εβδομαίου" (προστάτη κάθε έβδομης μέρας του μήνα).Και από δεκάδες άλλες επιτύμβιες στήλες από τον 4ο–2ο π.Χ. αιώνα που επίσης μετέφερε στην Αρχαιολογική Συλλογή Τρίκκης,ήρθαν στο φως ελληνικότατα ονόματα που θα είχαν φαίνεται διαπρέψει στον Άτραγα, όπως:Ιπποκράτεια,Σίμυλις,Ερμιόνη,Θεανώ,Κλεομαχίδας,Φιλόδαμος,Ιλέα,Θαυμάστα,Πίερα,Θούρυπος,Ασταρέτα,Στασίδαμος,Αγάσιππος,Βάττας κ.ά.
Για τον αρχαίο Άτραγα ο πατέρας της Γεωγραφίας Στράβωνας γράφει:"Αυτός δ’ ο Πηνειός άρχεται μεν εκ Πίνδου,εν αριστερά δ’ αφείς Τρίκκην (σημερινά Τρίκαλα) τε και Πελινναίου (σημερινός Πετρόπορος) και Φαρκαδόνα φέρεται παρά τε Άτρακα και Λάρισαν" (Βιβλίο Θ’ κ 438).Και σε άλλο σημείο των "Γεωγραφικών" του αναφέρει: "Η μεν Άργισσα,η νυν Άργουρα επί τω Πηνειώ κείται υπέρκειται δ’ αυτής Άτραξ εν τετταράκοντα σταδίοις,τω ποταμώ πλησιάζουσα και αυτή" (Βιβλίο Θ΄κο 440).Νεότερες αναφορές γίνονται από τους Ν. Γεωργιάδη (Θεσσαλία) F. Stahlin (Das Hellenische Thessalien),Αρβανιτόπουλο (Θεσσαλικαί επιγραφαί),B. HELLY, Αξενίδη,Θεοχάρη,Λιάγκουρα,Γαλλή,Τζιαφάλια,W. PEEK και άλλους.
Στον Άτραγα σήμερα σώζονται τα ερείπια του κάστρου με μεγάλους ογκόλιθους των κλασσικών χρόνων,αλλά και μέχρι των Βυζαντινών χρόνων.Παρατηρούνται πολλές ταφές και πολλά αρχιτεκτονικά μαρμάρινα μέλη από ναούς,βωμούς και άλλες κατασκευές.Επίσης παρατηρούνται σφόνδυλοι κιόνων Δωρικής τεχνοτροπίας.Βρίσκονται πολλά νομίσματα Λαρίσσης,Βοιωτικά και Σικυώνας.Δείγμα πως ο αρχαίος Άτραγας είχε αναπτύξει οικονομικές–εμπορικές σχέσεις μέχρι την Πελοπόννησο.Γι’ αυτό δικαιολογείται η ισχύς του και δεν έπεσε στους Ρωμαίους το 198 π.Χ.,όταν τον πολιόρκησε στενά ο Ρωμαίος ύπατος,Κόιντος Φλαμινίνος.Και ούτε έπεσε όταν το 191 π.Χ. το πολιόρκησε ο Βασιλιάς Αντίοχος.Υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους όταν γονάτισε ολάκερη η Ελλάδα,το 146 π.Χ.
Φαίνεται,όμως, πως μετά τη Ρωμαιοκρατία ξαναπήρε τα επάνω του ο Άτραγας και στα Βυζαντινά χρόνια είναι πόλισμα σημαντικό για να χαθεί οριστικά κατόπιν.Δεν γνωρίζουμε από ποιο σημείο εξήγαγαν το περίφημο και πολύχρωμο στικτό μάρμαρο,τον "Ατράγιο λίθο".Από αυτόν τον Ατράγιο λίθο έγιναν οι μεγαλοπρεπείς κολώνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη,όπως μας πληροφορεί ο Σιλεντιάριος.Και απ’ αυτό το μάρμαρο είναι κατασκευασμένες οι παραστάσεις της κεντρικής εισόδου του Κουρσούμ Τζαμί στα Τρίκαλα.
Οι Ρωμαίοι από αυτά τα μάρμαρα είχαν ονομάσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα "Ατρακηνούς" και "Ατρακίους" όλους τους Θεσσαλούς .
Αρχαία Φαρκαδόνα
Η αρχαία Φαρκαδόνα ήταν κτισμένη κοντά στη σημερινή κοινότητα Κλοκοτός.Η πόλη απλωνόταν στις μεσημβρινές υπώρειες του υπάρχοντος ακόμα πετρώδους λόφου και μαζί με τις πόλεις Πέλλινα, Γόμφοι,Φαυτό,Μητρόπολη και Τρίκκη αποτελούσαν την πεδινή Εστιαιώτιδα.
Για τη θέση της Φαρκαδόνας κάνει λόγο αρχικά ο αρχαίος συγγραφέας και γεωγράφος Στράβωνας που αναφέρει ότι οι τρεις πόλεις της Εστιαιώτιδας Τρίκκη,Πέλλινα και Φαρκαδόνα βρίσκονταν παρατεταγμένες κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού ποταμού.
Με βάση την πληροφορία αυτή και τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων Αριανού,Σκύλακα,Λίβιου και Πλίνιου,ο Leake (1835) ταύτισε τα ερείπια στο ύψωμα "Βίγλα" της κοινότητας Κλοκοτού με την αρχαία Φαρκαδόνα.
Ήταν επί αρχαιοτάτων χρόνων η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Εστιαιώτιδας μετά την πρωτεύουσα της την Τρίκκη.
Είχε τόσο μεγάλη φήμη στις δόξες της ώστε την είχε επισκεφτεί και ο γνωστός Πίνδαρος.
Ακόμη είναι γνωστό πως έκοβε δικά της νομίσματα σημάδι της δύναμης της.Στο μουσείο του Βόλου ο επισκέπτης μπορεί να τα θαυμάσει.Τα νομίσματα που διασώζονται αντιστοιχούν σε τρεις περιόδους,στην εποχή του Αλεξάνδρου των Φερών,την εποχή της Μακεδονικής,από 344 έως το 197 και τέλος την εποχή του Φλαμινίνου έως της εποχής του Διοκλητιανού.
Πότε ιδρύθηκε η Φαρκαδόνα είναι άγνωστο.Ορισμένοι συγγραφείς ιστορικοί στους χάρτες τους τη τοποθετούν μεταξύ των αρχαιοτέρων Εστιαιωτικών πόλεων,μαζί με την Οιχαλία,τη Φαιστό κ.α.,χωρίς όμως τούτο να μπορεί να εξακριβωθεί.Γεγονός όμως είναι ότι πρόκειται για μια πολύ αρχαία πόλη της οποίας έχουμε σημαντικά στοιχεία μόνον κατά τη περίοδο της καταστροφής της (4ο αιώνα π. χ.).
Κατά το έτος 357 π.Χ. ο Φίλιππος Β’,πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου προσπάθησε να αναμιχθεί στις εσωτερικές υποθέσεις των Θεσσαλών με απώτερο στόχο την κατάκτησή τους.
Κατήλθε με το σύνθημα "ελευθερωτής" αλλά το σχέδιο του απέτυχε γιατί βρήκε σθεναρή αντίσταση από τη Φαρκαδόνα και τη Φαυτό,όσες φορές προσπάθησε να εισβάλλει στη Θεσσαλία από τη περιοχή της Φαρκαδόνας.Έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει τακτική.Σύμφωνα με την αφήγηση του Πολύαινου ο Φίλιππος αφού κατέλαβε πρώτα τη Λάρισα αμέσως με το στρατό του προχώρησε για να υποτάξει τη Φαρκαδόνα.Στην αρχή της πολιορκίας συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους υπερασπιστές της πόλης,έτσι χρησιμοποίησε ξύλινες σκάλες στην ατείχιστη πλευρά του δίδυμου λόφου οι οποίες διευκόλυναν τους μισθοφόρους του να ανέβουν στην ακρόπολη και στη συνέχεια να καταλάβουν ολόκληρη την πόλη.Η Φαρκαδόνιοι ποτέ δεν συμμάχησαν με τη θέλησή τους με τους Μακεδόνες.Το μυαλό τους ήταν πάντα στην επανάσταση.Πολλές φορές επιχειρήθηκε μα όλες πνίγηκαν στο αίμα.
Οι άνδρες του στρατού της Φαρκαδόνας οι οποίοι πήραν μέρος στην Εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν οι μόνοι μαζί με τους Αμφισσείς Τρικκαίοι και Ηρακλειώτες που δεν τους επιτράπηκε το έτος 323 π.Χ. μαζί με τους άλλους ΄στρατιώτες να γυρίσουν στις πατρίδες τους.
Μεγάλο ρόλο στην απόφαση αυτή του Αλέξανδρου έπαιξε η ενημέρωσή του από τον Τετράρχη της Εστιαιώτιδας περί των επαναστατικών διαθέσεων των Φαρκαδονίων οι οποίοι θα ενθαρρύνονταν περισσότερο με τους παλαίμαχους γιατί η δύναμή τους θα αυξανόταν σημαντικά και θα τονώνονταν το φρόνημα τους για πιθανή επαναστατική ενέργεια.
Αρχαίος Φαϋττός
Το αρχαίο όνομα του χωριού Ζάρκου ήταν Φαϋττός,ονομασία που θεωρείται από κάποιους συγγραφείς παραφθορά του Φαιστός.Η περιοχή κατοικήθηκε από παλαιότατων χρόνων.Ευρήματα δείχνουν την παρουσία ανθρώπων από την αρχαιότερη νεολιθική εποχή (6000-5000 π.Χ.).
Σημαντικότατα ευρήματα για τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου.Προσφορά στη θεμελίωση σπιτιού (πήλινο πρόπλασμα σπιτιού με ειδώλια) και ειδώλια στο χώρο του νεκροταφείου,το παλαιότερο κανονικό,μακριά από οικισμό.Έκαιγαν τους νεκρούς και έθαβαν τα οστά μέσα σε αγγεία,με ένα μικρότερο πλάι,για κτέρισμα.Ουσιαστικά είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό σημάδι πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Η αρχαία Φαϋττός εντοπίζεται στη θέση Κρύα Βρύση.Εδώ βρέθηκε σπουδαίος θησαυρός που σήμερα φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Βόλου.Στην αρχαιότητα,η Φαϋττός ήταν σημαντικό κέντρο στη περιοχή.Όπως δείχνουν λείψανα οχυρώσεων και ευρήματα,αλλά και φιλολογικές αναφορές.
Πηγές αναφέρουν πως κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η άλλοτε πόλη των Φαϋττίων ήταν γνωστή ως Γαρδίκι.Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο σε πιο ακριβώς χρονικό σημείο το όνομα αλλάζει σε Ζάρκο.Στα χρόνια του Βυζαντίου,η Θεσσαλία μαστιζόταν από επιδρομείς,κυρίως από Σλάβους.Η λέξη Φαϋττός φέρεται να δυσκόλευε στην προφορά τους εισβολείς που παρέμειναν στην περιοχή για μια μεγάλη περίοδο.Έτσι όταν έλεγαν ότι πήγαιναν στη Φαϋττό έλεγαν απλά ότι πήγαιναν στο "γράδ" (Град =πόλη,στις σλαβικές γλώσσες).Έτσι η Φαϋττός έμεινε γνωστή ως γραδ-ίκι και με παραφθορά η λέξη έγινε Γαρδίκι.
Αρχαία Πέλιννα (ή το Πελινναίο)
Απλωνόταν σύμφωνα με τις αρχαίες φιλολογικές πληροφορίες και τις αρχαιολογικές ενδείξεις στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού ανάμεσα στην Τρίκκη και την Φαρκαδόνα.Η πρώιμη ιστορία της χάνεται μέσα στην αχλή των μύθων και των αβέβαιων τοπικών παραδόσεων της περιοχής.Ιδρυτής της σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση ήταν ο Πέλιννος,γιος του Οιχαλιέα,από την Ομηρική πόλη Οιχαλία της χώρας του Ευρύτου.Η Πέλιννα μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Πίνδαρο σαν πατρίδα του Ιπποκλή,ο οποίος επρώτευσε στα Πύθια του 498 π.χ. σε αγώνες διαύλου και υμνήθηκε από αυτόν με τον Δέκατο Πυθιόνικο.
Τούτος ο συνοικισμός κτίστηκε εδώ,γιατί βαθύτερα η πεδιάδα καλύπτονταν από πολλά νερά, γιατί από εδώ ανάβλυζαν οι πηγές που σχημάτιζαν παλιότερα το έλος της "ΒΟΥΛΑΣ" και ο τόπος αυτός ήταν ιδεώδες για νεολιθικό συνοικισμό.Μπροστά εκτεινόταν ο πλούσιος κάμπος,με μαύρο χρώμα και το άφθονα νερό του.Δίπλα στον Νεολιθικό οικισμό υπάρχει ένα κυκλικό βύθισμα διαμέτρου τετρακοσίων περίπου μέτρων και άλλων τόσων μέτρων βάθους,γεμάτο από θρύλους και παραδόσεις.Εκεί ο Νεολιθικός κάτοικος Πετροπόρου έβρισκε κυνήγια όπως και άφθονα ψάρια.
Το βύθισμα πιθανόν να έγινε από τη διαλυτική επίδραση των υδρατμών της μεγάλης πηγής που υπήρχε κάτω από το ασβεστολιθικό θολωτό σπήλαιο που κατέρρευσε.
Η θέση της Πέλιννας είχε εξαιρετική αξία γιατί έλεγχε τον οδικό άξονα από την Τρίκκη προς την Λάρισα και ιδιαίτερα το στενό πέρασμα ανάμεσα στη συμβολή του Ληθαίου με τον Πηνειό ποταμό, και στα μικρά βουνά των προβούνων των Χασίων.Το πέρασμα αυτό είχε την μορφή ατραπού,εάν ληφθεί υπόψη ότι στην περιοχή απλωνόταν ένα τεράστιο έλος το οποίο καταλάμβανε έκταση χιλιάδων στρεμμάτων,ανατολικά του χωριού Πετρόπορος και βόρεια του οικισμού Φαρκαδόνα και νότια της κοινότητας Πετρωτού.
Για τους λόγους αυτούς ο Φίλιππος Β΄ διέθεσε πολλά χρήματα για την πόλη και την μεταμόρφωση με Μακεδονικό φρούριο,με μόνιμη εγκατάσταση φρουράς.Από εδώ σύμφωνα με το Αρριανό το 335 π.Χ. πέρασε και διανυκτέρευσε ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του κατά την αστραπιαία κάθοδο του προς την νοτιότερη Ελλάδα εναντίων των επαναστατημένων Θηβαίων(στο πέρασμα του αυτό λέγεται ότι βρήκε τον Βουκεφάλα όπου και τον δάμασε αργότερα).
Οι Πελινναείς σε ανταπόδοση ακολούθησαν του Μακεδόνες σε όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις τους και διατήρησαν την φιλία τους προς αυτούς.
Την εποχή της Ρωμαιοκρατίας στην Θεσσαλία αρχίζει σταδιακά να παρακμάζει το άλλοτε πανίσχυρο Μακεδονικό Φρούριο.Αυτό το γεγονός είναι περισσότερο αισθητό από το τέλος του 2ου αιώνα π.χ. όπου δεν έχουμε στοιχεία.
Το εθνικό όνομα Πελινναεύς εμφανίζεται για τελευταία φορά γύρω στο 130 π.Χ. όταν ο κτηνίατρος Μητρόδωρος Ανδρομένειος τιμήθηκε σε προξενικό ψήφισμα των Λαμιέων για την μεγάλη προσφορά του στην πόλη τους.Τα ερείπια στο Πελινναίο πιστοποιούν την παρουσία μιας μεγάλης αρχαίας πόλης,με έντονη οικονομική ανάπτυξη καθ'όλη την διάρκεια της Μακεδονικής επιρροής στην Θεσσαλία (354-197 π.Χ..Την περίοδο αυτή κατασκευάσθηκαν εδώ ισχυρά τείχη ανεγέρθησαν μεγάλα δημόσια κτήρια και ανιδρύθηκαν δημόσια ιερά με μεγαλοπρεπείς ναούς. Έκοψε δικά της νομίσματα ασημένια και χάλκινα,τα οποία απεικονίζουν στους επικρατέστερους τύπους ιππείς,πολεμιστές,την Αθηνά-Νίκη και στα πιο ενδιαφέροντα την Σίβυλλα Μαντώ,κόρη του Μάντη Τειρεσία,με ένα καλάθι στο χέρι από όπου βγαίνουν οι χρησμοί της.
Τα θεμέλια διαφόρων κτηρίων τα διάσπαρτα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και το τείχος το οποίο είναι ορατό σε αρκετή έκταση σφραγίζουν πέρα από κάθε αμφιβολία την οικονομική ευμάρεια της αναζητούμενης πόλης.Ακόμα η έξοχη στρατηγική θέση της,η κυκλοφορία πολλών νομισμάτων Μακεδονικών πόλεων για τις εμπορικές συναλλαγές της μας δίνουν να καταλάβουμε ότι στο σημερινό χωριό Πετρόπορος και θέση Παλαιογαρδίκι βρισκόταν η ονομαστή πόλη της Εστιαιώτιδας Πέλλινα ή Πελινναίο.Η αρχαία Πέλιννα ή Πελινναίο ταυτίζεται με τα ευρήματα του έτους 1969 σε δύο κιβωτιόσχημους τάφους σύνολο χρυσών κτερίσματα του 200-150 π.χ.
Ο θησαυρός αυτός αποτελείται από:
1.Ένα ζεύγος χρυσών ενωτίων αρίστης τέχνης κατά τα ελληνιστικά χρόνια σε σχήμα δίφρου (άρμα με δύο άλογα).
2.Περιδέραιο χρυσό με άλυσσο στην οποία κρέμονται διάφορα χρυσά κοσμήματα όπως:πρόχοι,Ερωτιδείς,αετός και μετάλλια γυναικείων προτομών.Τα άκρα της αλυσίδας καταλήγουν σε σχήμα κεφαλών δορκάδων.
3.Βραχιόλι χρυσό σε σχήμα συμπεμπλεγμένων φιδιών.
4.Χρυσό δακτυλίδι με πολύτιμους λίθους και στην σφεντόνη και στην στεφάνη.
5.Δύο χρυσά στεφάνια με φύλλα ελιάς και δρυός.
Ίσως τα χρυσά στέφανα και τα άλλα χρυσά ταφικά κτερίσματα να ανήκουν στη γενιά του Φρικία και του γιού του Ιπποκλή που τραγούδησε ο Πίνδαρος στον 10ο Πυθιόνικο.
Αυτός λοιπόν ο Φρικίας ο Πελινναίος νίκησε σε αγώνες οπλίτη δρόμου την 68η Ολυμπιάδα του έτους 508 π.Χ. όπως και στην 69η Ολυμπιάδα το έτος 504 π.Χ. στο ίδιο αγώνισμα.
Ο Ιπποκλέας ήταν γιος του Φρικία όπου νίκησε σε αγώνα δρόμου στην 72η Ολυμπιάδα του έτους 492 π.Χ. όπως νίκησε και σε δόλιχο ή οπλίτη δρόμου τη φορά αυτή στην 73η Ολυμπιάδα του έτους 499 π.Χ. Ο Ιπποκλέας ο Πελινναίος νίκησε και στους Πυθικούς αγώνες την 22η Πυθιάδα του 498 π.Χ.
Αρχαία Τρίκκη
Η αρχαία Τρίκκη,σημαντική πόλη της θεσσαλικής τετραρχίας της Εστιαιώτιδας,εκτεινόταν ανάμεσα στον ποταμό Ληθαίο που ακόμη και σήμερα διασχίζει τη σύγχρονη ομώνυμη πόλη και στο λόφο του Φρουρίου όπου πιθανότατα βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη.Στην πόλη υπηρχε ένα από τα παλαιότερα ασκληπιεία για το οποίο ήταν γνωστή η αρχαία Τρίκκη κατά την αρχαιότητα.Η αρχαιότερη γραπτή μνεία της Τρίκκης βρίσκεται στον ομηρικό κατάλογο νηών, όπου αναφέρεται ότι η πόλη συμμετείχε στην εκστρατευτική δύναμη των Ελλήνων στον Τρωικό πόλεμο με 30 πλοία και αρχηγούς τους δυο γιους του Ασκληπιού,Μαχάονα και Ποδαλείριο,οι οποίοι είχαν διδαχτεί από τον πατέρα τους την ιατρική τέχνη.Για τις απαρχές της πόλης των ιστορικών χρόνων τα ανασκαφικά στοιχεία είναι πενιχρά και οι γραπτές πηγές φειδωλές. Η πρωιμότερη βεβαιωμένη ανασκαφικά κατοίκηση του χώρου ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού και εντοπίζεται στην περιοχή του σημερινού αρχαιολογικού χώρου των Τρικάλων.
Σε δοκιμαστικές τομές βρέθηκε κεραμική που υποδηλώνει ότι τα δυτικά πρανή της αρχαίας ακρόπολης είχαν κατοικηθεί από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3300 π.Χ.) μέχρι και τη μυκηναϊκή εποχή,χωρίς ωστόσο να αποκαλυφτούν αρχιτεκτονικά λείψανα.Κεραμική που βρέθηκε σε δοκιμαστικές τομές υποδεικνύει αδιάλειπτη κατοίκηση από τους πρωτογεωμετρικούς ως και τους κλασικούς χρόνους.
Η σύνδεση της πόλης με τον Ασκληπιό-ονομαστό ήταν στην αρχαιότητα το ασκληπιείο της πόλης,"αρχαιότατον και επιφανέστατον" κατά το γεωγράφο του 1ου αι. π.Χ. Στράβωνα-προσέδιδε στην Τρίκκη μια ιδιαίτερη ακτινοβολία στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.Σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας πόλης καλύπτεται από την ομώνυμη σύγχρονη πόλη,καθώς η κατοίκηση σε αυτή υπήρξε αδιάλειπτη ως τις μέρες μας.
Η αρχαιολογική σκαπάνη άρχισε να φέρνει στο φως και να ανασυνθέτει την εικόνα της αρχαίας Τρίκκης από τα τέλη του 19ου αι.,όταν (μετά την ανασκαφή του Ασκληπιείου της Επιδαύρου) κινήθηκε το ενδιαφέρον των ερευνητών για την αποκάλυψη και του εξίσου ονομαστού στην αρχαιότητα Ασκληπιείου της Τρίκκης.Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σταδιακά στο χώρο σε όμορα,ιδιωτικά οικόπεδα από το 1902 ως το 1992 είχαν σωστικό χαρακτήρα και έφεραν στο φως τρία κτήρια πρώϊμων ρωμαϊκών χρόνων και ένα που ανήκει στη βυζαντινή περίοδο.Πολλά είναι τα ευρήματα στην πόλη που δείχνουν το λαμπρό παρελθόν της Τρίκκης.
Στην οδό Ζαλοκώστα 1,αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα δύο κύριων οικιστικών φάσεων.Στην ελληνιστική περίοδο ανήκουν τμήματα οικιστικού συγκροτήματος,καθώς και κτιστοί και πήλινοι αγωγοί ύδρευσης,ενώ στην οικοδομική φάση της ρωμαϊκής περιόδου ανήκουν πηγάδι και μικρά τμήματα τοίχων που σώθηκαν αποσπασματικά λόγω των μεταγενέστερων επεμβάσεων στο χώρο.Αν και η διατήρηση των λειψάνων είναι αποσπασματική,με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ανασύνθεση της πλήρους εικόνας των κτισμάτων,την έρευνα αποζημίωσαν τα κινητά ευρήματα της ελληνιστικής περιόδου,εξέχουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχουν ακέφαλο μαρμάρινο αγαλματίδιο γυναικείας μορφής,αλλά και τμήμα ενεπίγραφου αγγείου.
Στην οδό Παγκάλου 27,η ανασκαφική έρευνα μας δίνει,σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη,μια πλήρη εικόνα των επάλληλων φάσεων του οικιστικού ιστού της αρχαίας Τρίκκης.Στα υψηλότερα στρώματα αποκαλύφθηκε η οικιστική φάση των χρόνων της ύστερης ρωμαιοκρατίας και των πρώτων χριστιανικών χρόνων,ήλθε δε στο φως τμήμα κτηρίου μια αίθουσα του οποίου κοσμείτο με περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά μοτίβα και μετάλλια που περικλείουν πτηνά και ζώα.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο που ακολούθησε,η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο,με αποτέλεσμα οι λάκκοι που ανοίχθηκαν για να δεχθούν τους χριστιανούς ενοίκους τους στην τελευταία τους κατοικία να καταστρέψουν τμήματα του ψηφιδωτού δαπέδου. Και σε αυτήν την περίπτωση,το υστερορωμαϊκό κτήριο είναι ο διάδοχος διαφόρων φάσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου που αποκαλύφθηκαν κάτω από αυτό.
Σώθηκαν τμήματα ελληνιστικών οικιών σε αποσπασματική κατάσταση με επισκευές και επεκτάσεις των ρωμαϊκών χρόνων.Μεταξύ των κινητών ευρημάτων ιδιαίτερη θέση έχουν δύο αργυροί δηνάριοι του Βεσπασιανού,που χρονολογούν τη ρωμαϊκή οικοδομική φάση στον 1ο αι μ. Χ. αλλά και τμήματα πήλινων ειδωλίων και ακροκέραμο της ελληνιστικής περιόδου.
Στο μικρό οικόπεδο επί των οδών Κρυστάλλη και Ματαραγκιώτου,αποκαλύφθηκαν τμήματα επιμελημένων τοίχων δημοσίου κτηρίου.Η κάτοψη του κτίσματος δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί γιατί έχει ανασκαφεί πολύ μικρό τμήμα του,ωστόσο χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο και την πρώιμη ρωμαιοκρατία.Μεταξύ των κινητών ευρημάτων από το χώρο εντυπωσιάζουν οι πήλινοι αναθηματικοί πίνακες της ελληνιστικής περιόδου με παραστάσεις του θεού Ερμή και συμβόλων του,όπως χελώνας και κηρυκείου χάρις στους οποίους μπορούμε να αποδώσουμε τη χρήση του χώρου στη λατρεία του θεού.
Πιο κοντά στην "καρδιά" της αρχαίας πόλης ερχόμαστε με την ανασκαφή στην οδό Αγ. Αναργύρων 11 κοντά στην εκκλησία των ιατρών Αγίων,όπου κατά μερικούς ερευνητές πιθανολογείται η θέση του Ασκληπιείου.
Τα ευρήματα του οικοπέδου βέβαια ήταν λιγότερο εντυπωσιακά,καθώς αποκαλύφθηκε τμήμα οικίας των ύστερων ελληνιστικών χρόνων που χρησιμοποιήθηκε και κατά τη ρωμαιοκρατία.Στα βόρεια αυτής ήλθε στο φως επιμελημένης κατασκευής τοίχος με λίθινη κρηπίδα και ορθοστάτες που ανήκει κατά πάσα πιθανότητα σε γειτονικό δημόσιο κτήριο, που όμως βρίσκεται κάτω από την παρακείμενη σύγχρονη οικία.
Μεταξύ των κινητών ευρημάτων του οικοπέδου ξεχωρίζουν τμήμα ανάγλυφου σκύφου,στον οποίο εικονίζονται ο θεός Άρης,η Άρτεμις και ο Ηρακλής,μία θαυμάσια κεφαλή ανδρικού ειδωλίου,αλλά και ένας κάνθαρος με ανάγλυφες παραστάσεις κυνηγιού κάπρου και ελαφιού που θα μπορούσαν να σχετισθούν με τους μύθους για το κυνήγι του Καλκυδωνίου κάπρου και της Κερηνίτιδος ελάφου.
Πιο ανατολικά,στη συμβολή των οδών Παγκάλου και Αθ. Διάκου και στο επίπεδο τμήμα της αρχαίας πόλης αποκαλύφθηκαν λιγοστά οικιστικά κατάλοιπα της ελληνιστικής περιόδου με τη μορφή επιμελημένων τοίχων που ανήκουν στο ίδιο πιθανώς συγκρότημα,αλλά και τμήμα κτιστού αγωγού και φρέατα,τα οποία ενδεχομένως ανήκουν σε κάποιο από τα κεραμουργεία της αρχαίας Τρίκκης που βρίσκεται κάτω από την οδό Αθ. Διάκου.Η εικασία αυτή ενισχύεται από την εύρεση μιας πήλινης σφραγίδας που φέρει τα σύμβολα του κεραμέα Σώσα,με το όνομά του αποτυπωμένο επί τα λαιά για να σφραγίζει κεράμους και τα ακρόστιχα του ονόματος του.
Στον ίδιο χώρο κατά την ρωμαϊκή περίοδο κατασκευάσθηκαν ένα λιθόστρωτο καλντερίμι και οικίες που βρίσκονται σήμερα κάτω από την οδό Διάκου και διανοίχθηκαν φρέατα επενδεδυμένα με πήλινα τύμπανα,ενώ κατά την υστερορωμαϊκή περίοδο κτίστηκε δρομικό κτίριο επάνω από τα ερείπια των ελληνιστικών οικιών,το οποίο καταστράφηκε από ισχυρή πυρκαγιά.Τα ερείπια όλων των φάσεων σώθηκαν αποσπασματικά,με αποτέλεσμα να μην είναι πολλές φορές δυνατή η διάκριση της κάτοψης των κτιρίων,εξαιτίας των πολλών βόθρων και των πηγαδιών που διανοίχτηκαν στην περιοχή κατά τη βυζαντινή περίοδο και την τουρκοκρατία.
Στο μικρό οικόπεδο της οδού Αντ. Ιακωβάκη 11,η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τα λιγοστά κατάλοιπα δύο οικιστικών φάσεων,που υποδηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η αρχαία Τρίκκη στις παρειές του λόφου του Φρουρίου των Τρικάλων.Αποκαλύφθηκε αναλημματικός τοίχος που χρονολογείται στα τέλη της κλασικής περιόδου και ο οποίος συγκρατούσε τα φερτά υλικά για τη δημιουργία μικρού πλατώματος στα δυτικά του.
Την ίδια χρήση θα είχε και ο πιο ισχυρός αναλημματικός τοίχος της ελληνιστικής περιόδου που κτίστηκε επάνω από τον πρώτο έπειτα από την καταστροφή του και ο οποίος αργότερα ενισχύθηκε από μικρότερο τοίχο καθώς φαίνεται ότι κινδύνευσε με κατάρρευση.
Η αποκάλυψη αναλημμάτων κοντά στο λόφο των Τρικάλων ενισχύει την άποψη ότι η αρχαία πόλη στα υψηλότερα τμήματά της αναπτύχθηκε βαθμιδωτά, με τοίχους αντιστήριξης για τη συγκράτηση οδών,πλατειών και οικιών.
Από τα λιγοστά κινητά ευρήματα του οικοπέδου ξεχωρίζει πήλινος πίνακας με παράσταση κιθαρωδού γυναικείας μορφής, ίσως μιας εκ των Μουσών, μικρή κεφαλή ανδρικού ειδωλίου,ενώ μεγάλο μέρος των ευρημάτων αποτελούν τα υφαντικά βάρη αργαλειών.
Αρχαίο Αιγίνιον
Το αρχαίο όνομα της Καλαμπάκας ήταν Αιγίνιον που μνημονεύεται στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας της θέσης της.
Το όνομα Αιγίνιο μαρτυρείτε από εντοιχισμένη επιγραφή που βρίσκεται στον Ανατολικό τμήμα της Εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.Κατά τον 10ο αιώνα αρχές (901-907) η σημερινή Καλαμπάκα αναφέρεται ως Σταγοί,όνομα που διατηρείται και σήμερα ως Μητροπολιτικός τίτλος.
Από την Καλαμπάκα πέρασαν πάρα πολλοί περιηγητές από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα και την αναφέρουν είτε με το όνομα Αιγίνιου ή με το όνομα Σταγοί ή με το σημερινό της Καλαμπάκας.Ο Laike, με βάση κάποια αναθηματική επιγραφή που βρήκε,ταύτισε την Καλαμπάκα με το αρχαίο Αιγίνιον,η ακρόπολη του οποίου τοποθετείται στο ύψωμα "κάστρο",ή βράχο της "Αιας".
Αντίθετα ένας άλλος ερευνητής και ιστορικός επιστήμονας (Αρβανιτόπουλος) αναζήτησε το Αιγίνιον στα ανατολικά της Καλαμπάκας,στα πόδια του βράχου του Μοναστηριού του Αγίου Στεφάνου,ενώ ο Νίκ. Γιαννόπουλος την αναζητεί στα Β.Α της σημερινής πόλης κάτω από τους βράχους των Μετεώρων και η Marian Holland Allister στη θέση "τραγόπετρα".
Ο Πλίνιος (I V, 33) το τοποθετεί στην Πιερία και ο Στέφανος Βυζάντιος στην Ιλλυρία.
Η σύγχυση δε αυτή οφείλεται στο ότι κατά την περίοδο 191-167π.Χ ανήκε,πλην ελαχίστων διακοπών,στους Μακεδόνες και μάλιστα κατά τον Στράβωνα,στους Τυμφαίους (Ζ,327,9).
Ο Τίτος Λίβιος (32,15,4) χαρακτηρίζει το Αιγίνιον σαν απόρθητο φρούριο,γι' αυτό και το παρέκαμψε ο Τίτος Φλαμινίνος κατά τον πόλεμο Ρωμαίων και Μακεδόνων (197π.Χ.).
Το 192 π.Χ το κατέλαβε ο Βσιλιάς των Αθαμάνων Αμύναδρος,σύμμαχος του Βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Γ' και των Αιτολών.Το 191 π.χ. το επανέκτησε ο Βαίβιος για λογαριασμό του Φιλίππου Ε' της Μακεδονίας αλλά τον ίδιο χρόνο το ξαναπήρε ο Αμύναδρος.
Το 186-194π.Χ. περιήλθε και πάλι στην κυριαρχία του Φιλίππου Ε' της Μακεδονίας.
Στα 171π.Χ. το κατέλαβε ο Βασιλιάς των Μακεδόνων Περσέας χωρίς όμως να μπορέσει να αποκλείσει την οδό που, από το σημείο αυτό διασταυρώνονταν οι δρόμοι από την Ήπειρο δια μέσου του Ζυγού και από την άνω Μακεδονία δια μέσου των Χασίων,οδηγούσε στους Γόμφους παρακάμπτοντας και το Αιγίνιον και την Τρίκκη.
Το 146 π.Χ. λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους του Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου,με την απόφαση ότι απέμεινε να διατηρεί φιλικούς δεσμούς με τον Περσέα,αλλά τον ίδιο χρόνο περιήλθε στους Θεσσαλούς της Εστιαιώτιδας (Πτολεμαίος3,12,41)
Στο Αγίνιον ένωσαν τις δυνάμεις τους ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Γναίος Δομίτιος Καλβίνος πριν από την μεγάλη και ιστορική μάχη των Φαρσάλων.
Η πόλη δεν αναφέρεται στον Συνέκδημο τον Ιεροκλή τον 6Ο μ.Χ. αι. και δεν είναι γνωστό πότε μετονομάστηκε σε Σταγοί.
Κατά την επικρατέστερη άποψη των Bougueville και Βέη, η ονομασία Σταγοί είναι παραφθορά του "εις τους αγίους-στους αγίους"-"στ' αγιούς",πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ασκητών στην περιοχή πριν από τον 9ο αι.,γεγονός που δεν είναι ιστορικά μαρτυρημένο αλλά δεν είναι όμως και απίθανο.
Κατά τον Ιωάννη Βογιατζίδη (1878-1961) η ονομασία προέρχεται από το "σιταγωγοί" (θημωνιά σταριού ή μέρος του αλωνιού που τοποθετείται η θημωνιά).
Υποστηρίζει ότι υπήρχαν δύο Σταγοί,το Άστυ,στο σημερινό Καστράκι και το Εμπορείον, στη σημερινή Καλαμπάκα.
Κατά τον Ν. Γιαννόπουλο η ονομασία προέρχεται από την σλαβική λέξη staia (κοιλώματα βράχων).
Κατά τον Δημ. Σοφιανό καμία από τις ανωτέρω ερμηνείες δεν κρίνεται ικανοποιητική και πειστική.
Για πρώτη πάντως φορά απαντάται η νέα ονομασία στις αρχές του 10ου αι. (901/7) σε μια Notitia της εποχής του Λέοντα ΣΤ' του σοφού (886-912) όπου η επισκοπή Σταγών εμφανίζεται να κατέχει την 12η θέση μεταξύ των υπαγόμενων στη Μητρόπολη Λάρισας επισκοπών, ενώ παράλληλα δεν αναφέρεται το Αιγίνιον από τον Κων/νο Ζ' Πορφυρογέννητο (913-959).
Το όνομα Καλαμπάκα,αρχίζει να χρησιμοποιείται από την εποχή του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄, μετά την τουρκική κατάκτηση της Θεσσαλίας (1393-1394) και προέρχεται κατ' άλλους από τη λέξη Καλεμπάκ (ωραίο φρούριο) και κατ' άλλους από το όνομα πιθανότατα κάποιου επώνυμου άρχοντα.Το φρούριο των Σταγών πιθανότατα κτίζεται πάνω στην ακρόπολη του αρχαίου Αιγινίου.Στα ΒΑ της Καλαμπάκας,πάνω από το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και κάτω από τους βράχους των Μετεώρων,σώζονται τα ερείπια του τείχους της αρχαίας πόλης Αιγίνιον.Το κάστρο αυτό, πιθανότατα να συνδεόταν με αυτό του Καστρακίου,που εντοπίζεται ανάμεσα στους βράχους Αϊά και Άλτσος.
Αρχαίοι Γόμφοι
Στους πρόποδες του όρους Ίταμος και στα όρια του νομού Τρικάλων και Καρδίτσας υπάρχουν τρείς λόφοι:το Βουλωτό,το Παλαιομονάστηρο Ι και το Παλαιομονάστηρο ΙΙ.Ανάμεσά τους και προς τα νοτιοανατολικά ως την κοίτη του ποταμού Πάμισου σχηματίζουν μια κοιλάδα με άνοιγμα περίπου 600 μέτρα.Η θέση ονομάζεται σήμερα Επισκοπή.Αυτό το σημείο είχαν επιλέξει οι αρχαίοι Γομφαίοι για να χτίσουν την πόλη τους.Συγγραφείς όπως ο Στράβων,ο Πτολεμαίος,ο Δίων ο Κάσσιος,ο Τίτος Λίβιος και ο Ιούλιος ο Καίσαρας,κάνουν λόγο για την αρχαία πόλη των Γόμφων.H πόλη ιδρύθηκε τον 4ο αι. π.X.,μάλλον από συνοικισμό κωμών.
Η λέξη Γόμφος σήμαινε χονδρό ξυλοκάρφι,αυτό που χρησιμοποιείται για την συνένωση δύο μεγάλων καδρονιών.Η παρομοίωση της περιοχής με γόμφο ήταν επιτυχής,τόσο γιατί οπτικά έδινε την εικόνα του καρφιού,αλλά και γιατί αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Η υψηλή στρατηγικής,λοιπόν,σημασίας πόλη έπαιζε το ρόλο του φρουρού και διέκοπτε την πορεία προς την Εστιαιώτιδα μέσα από το πέρασμα της Πύλης ανάμεσα από τα όρη Τζουμέρκα και το όρος Κόζιακα,καθώς και την πορεία προς την Θεσσαλιώτιδα,ανάμεσα από το όρος Φτέρη και τα Άγραφα μέσα από το Μουζάκι.
Γι’ αυτό το λόγο οι κάτοικοι είχαν οχυρώσει την πόλη με διπλά τείχη:ένα εξωτερικό με μεγάλους ογκόλιθους πώρινους ή λίθινους και εσωτερικά ένα με ωμές πλίθινες πλάκες σκεπασμένες με κέραμους.Τμήμα του τείχους φαίνεται στα ανατολικά,ενώ τμήμα της Ακρόπολης έχει βρεθεί στο Δάσος του Παλαιομονάστηρου.Το δάσος παρείχε επιπλέον προστασία από βόρειους ανέμους και έτσι η διαμονή στην πόλη ήταν πιο άνετη.Το κέντρο της βρισκόταν στην περιοχή της επισκοπής και πλαισιωνόταν από 2 συνοικισμούς στο Παλαιομονάστηρο και στη Λυγαριά.
Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια σιτηρών.Πρέπει να άνθιζε όμως και η αμπελοκαλλιέργεια αφού σύμφωνα με τις επιγραφές που έχουν βρεθεί,πολιούχος της πόλης ήταν ο Κάρπιος Διόνυσος.Επίσης λατρευόταν ο Ζεύς ο Παλάμνιος.Οι Γόμφοι έκοψαν δικά τους νομίσματα,τα οποία φέρουν τις επιγραφές ΓΟΜΦΕΩΝ-ΓΟΜΦΙΤΟΥΝ και στις παραστάσεις διακρίνεται ο Ζευς-Παλάμνιος από το 340 π.Χ.
Όταν ο Φίλλιπος ο Βʹ βασιλιάς της Μακεδονίας κατέλαβε την Θεσσαλία προς τιμήν του η πόλη μετονομάστηκε προσωρινά σε Φιλλίπους ή Φιλλιπούπολη και έκοψε νομίσματα με την επιγραφή «Φιλιπποπολιτών».Μετά το 330 π.Χ. η πόλη εμφανίζεται με το παλιό της όνομα Γόμφοι.Το 208 π.Χ. η πόλη προσχωρεί στην Αιτωλική Συμπολιτεία,γεγονός που μαρτυρά ανολοκλήρωτη επιγραφή στους Δελφούς,μεταξύ των ιερομνημόνων της συμπολιτείας.
Το 198 π.Χ. ο Φίλλιπος ο Εʹ καταλαμβάνει την περιοχή και το 197–196 π.Χ. πέφτει στα χέρια του εχθρού του Ανυμάνδρου Βασιλιά Αθαμανών.Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου "κʹ ο Βασιλεύς Αμύνανδρος προχώρησε προς τους Γόμφους που τους είχε αδιάκοπα στο μάτι κι εκυρίευε την ποθητή αυτήν πόλη" (Παναγιώτης Κανελλόπουλος–Ιστορία της Αρχαίος Ελλάδος, Τόμος Βʹ σελ.313).Αυτή τη διετία η πόλη έμεινε σε πολιτική αδράνεια και έχασε την επαφή της με την Συμπολιτεία.Με επανάκτηση της κυριότητας από τον Φίλλιπο τον Εʹ το 189 π.Χ., απαλλάχθηκε από τους Αθαμανούς και ως το 185 π.Χ. ήταν μέλος των Ελεύθερων Θεσσαλικών Πόλεων.Τότε γίνεται και μια συμπολιτεία μεταξύ Γόμφων και Θαμίων της Ιθώμης (σημερινό Φανάρι Καρδίτσας) σε θέματα δικαίου και νόμων,πολιτιστικών στοιχείων κ.λ.π.Το 171 π.Χ. διέρχεται ο Ύπατος Πόπλιος Λίκινος Κράσσος στην πορεία του να συναντήσει τον Περσέα βασιλιά της Μακεδονίας.
Το 48 π.Χ. την πόλη προσεγγίζει ο Ιούλιος Καίσαρας κατά την πορεία του για να συναντήσει τον Πομπηίο και τον Σκιπίωνα.Όμως ο στρατηγός Ανδροσθένης Βʹ ο Γυρτώνιος,ταγός της Θεσσαλίας και υπερασπιστής της πόλης,παρασυρόμενος από τη νίκη του Πομπηίου στο Δυρράχιο συμμάχησε με αυτόν.Αρνήθηκε λοιπόν την αίτηση του Καίσαρα για φιλοξενία στηριζόμενος στην προστασία από τα τείχη και στη βοήθεια του Πομπηίου.Όμως η βοήθεια καθυστέρησε να έρθει με αποτέλεσμα η πόλη να κυριευτεί από τον Καίσαρα.Στη μάχη αυτή πέθανε και ο Ανδροσθένης. Τα στρατεύματα λεηλάτησαν με αισχρό τρόπο την πόλη και όπως αναφέρει ο Αππιανός ήπιαν άφθονο κρασί και μέθυσαν τόσο πολύ,ώστε συμπεριφέρθηκαν εντελώς απρεπώς.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των Γόμφων ήταν το πολύ ισχυρό τείχος .
Η πόλη διέθετε ύψωμα και ισχυρότατο αμυντικό τείχος,ίσως το πιο ισχυρό όλης της Θεσσαλίας.
H αρχαία πόλη ήταν οχυρωμένη με ισχυρό τείχος,το οποίο περιέτρεχε την κορυφογραμμή των λόφων από τα NΔ προς τα BA και κατά διαστήματα ενισχυόταν με πύργους.Tμήματα αυτού του αμυντικού περιβόλου έχουν αποκαλυφθεί και διατηρούνται στους λόφους που περιβάλλουν την πόλη,όπου και η ακρόπολη των αρχαίων Γόμφων.Στην πεδιάδα ο αμυντικός περίβολος άρχισε να αποκαλύπτεται μέσα από τις ανασκαφικές δραστηριότητες,όπως π.χ. στη νότια παρυφή του δρόμου Mουζακίου-Λαζαρίνας.Στα περισσότερα σημεία διατηρούνται η ευθυντηρία και μια σειρά από το τείχος.Στον απαλλοτριωμένο απ΄το Yπουργείο Πολιτισμού αγρό Γιαννούλη,στη δυτική πλευρά των λόφων,αποκαλύφθηκε τμήμα του τείχους σε μήκος 63,00 μ. και δύο πύργοι που απέχουν μεταξύ τους 33,70 μ.Aυτοί εξέχουν από τον κύριο κορμό του τείχους κατά 2,70 μ. Eπίσης,τμήματα του τείχους και πύργοι αποκαλύφθηκαν κοντά στην Aκρόπολη των αρχαίων Γόμφων και στην ανατολική πλευρά της αρχαίας πόλης προς το Δημοτικό Διαμέρισμα των σημερινών Γόμφων (Pαψίστα).
Στον απαλλοτριωμένο από το Yπουργείο Πολιτισμού αγρό Δ. Kουντούρη-N. Kρύου,αποκάλυψαν τμήματα μεγάλου δημόσιου κτιρίου διαστάσεων 13,50μ Χ 8,50μ.,καθώς και τμήμα δρόμου κατασκευασμένου από σκληρό χώμα,χαλίκια και μικρά κομμάτια κεραμίδων.Eπίσης αποκαλύφθηκαν κεραμίδες στέγης,όστρακα αγγείων,νομίσματα και διάφορα άλλα ευρήματα.Σε άλλον αγρό (Δ. Kαραλή) που βρίσκεται στο μέσον του αρχαιολογικού χώρου των Γόμφων,ύστερα από εκχέρσωση παλιού αμπελιού-που αποτελούσε τη βασική καλλιέργεια μέχρι και πριν λίγα χρόνια-στην περιοχή της Eπισκοπής αποκαλύφθηκε τμήμα μεγάλου δημόσιου οικοδομήματος (12,50 X 12,50 μ.).Στην ανατολική εξωτερική πλευρά του ενός μεγάλου τοίχου βρέθηκαν στη θέση τους τέσσερις βάσεις αναθηματικών στηλών.Tο οικοδόμημα αυτό πιθανόν ανήκε στην Aγορά της αρχαίας πόλης.
Ένα ακόμη κτίριο με βαθμιδωτή κρηπίδα και τμήμα οικίας αποκαλύφθηκαν NΔ του μεγάλου κτιρίου.Oι αρχιτεκτονικές αυτές κατασκευές χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Στον ίδιο αγρό βρέθηκε μαρμάρινη λάρνακα νεοαττικού τύπου.Στην εμπρόσθια κύρια πλευρά της φέρει παράσταση "Aρπαγής Kόρης",ενώ στην άλλη παριστάνεται αετός από τα φτερά του οποίου εκφύονται φυτικοί πλοχμοί που απολήγουν στις γωνίες σε κεφαλές βοών.Πάνω από τους πλοχμούς,δεξιά και αριστερά,υπάρχει από μια λεοντοκεφαλή.Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν μία ημίεργη προτομή αυτοκρατορικών χρόνων από ντόπιο ασβεστόλιθο και σπόνδυλοι κιόνων.Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται τμήματα αγγείων (πήλινων και γυάλινων),σπόνδυλοι κιόνων, κεραμίδες στέγης,αργυρά και χάλκινα νομίσματα από διάφορες ελληνικές πόλεις,σιδερένια καρφιά,ένα μικρό χάλκινο αγαλματίδιο με παράσταση "Kερδώου Eρμή" και άλλα.
Στο χώρο της κοίτης του ποταμού και στην περιοχή νότια προς τις κτηματικές περιφέρειες Mαυρομματίου και Γελάνθης αναπτυσσόταν το νότιο νεκροταφείο των αρχαίων Γόμφων,ενώ προς την πλευρά του χωριού Παλαιομονάστηρο υπήρχε το βόρειο νεκροταφείο της πόλης.Kαι στις δύο θέσεις έχουν ερευνηθεί αρκετοί τάφοι της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής,καθώς και ορισμένοι κεραμικοί κλίβανοι.Oι τάφοι ήταν είτε απλοί λάκκοι είτε κιβωτιόσχημοι από λαξευμένους λίθους ή πέτρες πλακαρές είτε πήλινες σαρκοφάγοι.Eπικρατούσε το έθιμο του ενταφιασμού,ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξε και ανακομιδή των οστών,τα οποία είχαν τοποθετηθεί μέσα σε λίθινη οστεοκάλπη μαζί με πήλινα ειδώλια.Στα κινητά ευρήματα των τάφων περιλαμβάνονται αγγεία,στήλες,βάσεις στηλών,νομίσματα,τμήματα γυάλινων αγγείων και διάφορα άλλα μικρά ευρήματα.
Δύο τύμβοι υπάρχουν στην περιοχή,ο πρώτος αριστερά στο δρόμο προς τη Γελάνθη και ο δεύτερος στην κτηματική περιφέρεια Γόμφων (Pαψίστα),στη θέση Λογγαράκος.Στον τελευταίο πριν από λίγα χρόνια διεξήχθη ανασκαφική έρευνα,κατά την οποία αποκαλύφθηκαν ορισμένοι κιβωτιόσχημοι λίθινοι τάφοι,σ’ έναν από τους οποίους υπήρχαν πολύ αξιόλογα ευρήματα.
Στην περιοχή Πορτής,στο όρος Ίταμος,βρίσκονται λείψανα αρχαίων τειχών και οικοδομημάτων. Oρισμένοι ερευνητές τοποθετούν εδώ το αρχαίο πόλισμα Aθήναιον.Στη θέση Παλιόκαστρο Πορτής υπάρχει άλλος ένας οχυρός οικισμός ελληνιστικών χρόνων
Τέλος με την υπουργική απόφαση 1154/4-3-1964 (ΦΕΚ. 91/Βʹ/19.3.1964) η περιοχή κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος.
Αρχαία Ιθώμη
Για την αρχαία Ιθώμη γίνεται λόγος από τον Ομηρο στην Ιλιάδα,με την αναφορά ότι κάποιοι κάτοικοι της με επικεφαλής τον Βασιλιά της Αρχαίας Ιθώμης Ποδαλείριο,έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο: "Οι δ’ είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν,οι τείχον Οιχαλίην,πόλιν Ευρύτου Οιχαλίος,των αυθ’ ηγείσθην Ασκληπιού δύο παίδε,ιητήρ αγαθώ,Ποδαλείριος η δε Μαχάων,τοις δε τριήκοντα γλαφυραί νέες εστιχόωντο".(Ιλ. Β’ 729-733).
Ιχνη της αρχαίας πόλης δεν έχει φέρει στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη γι’ αυτό και η ακριβής θέση της δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη.Ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων,επίσης αναφέρεται στην Ιθώμη και γράφει: "...την δε Ιθώμην ομωνύμως τη Μεσσηνιακή λεγομένων ου φασί δειν ούτως εκφέρειν, αλλά την πρώτην συλλαβήν αφαιρείν.Ούτω γαρ καλείσθαι πρότερον,νυν δε Θαμαί μετωνόμασθαι,χωρίον ερυμνόν και τω όντι κλωμακόεν,ιδρυμένον μεταξύ τεττάρων φρουρίων,ώσπερ εν παραπλεύρω κειμένων,Τρίκκης τε και Μητροπόλεως και Πελινναίου και Γόμφων".Δηλ. εξηγεί ότι η αρχαία Ιθώμη έχει στην εποχή του (στο τέλος της προχριστιανικής περιόδου ή λίγο μετά) πλέον μετονομασθεί σε Θαμές και βρίσκεται ανάμεσα σε 4 φρούρια–πόλεις που σχηματίζουν ένα τετράπλευρο,αποτελούμενο από την Τρίκκη,τη Μητρόπολη,το Πελινναίο και τους Γόμφους.
Η ονομασία Θαμές απαντάται χρονολογικά,πριν και από τον Στράβωνα,στο έργο του επικού ποιητή Ριανού,ο οποίος μνημονεύει τις Θαμιές σαν πόλη της Θεσσαλίας στον 3ο αι. π.Χ.
Η ύπαρξη της πόλης αυτήν την εποχή και με την ίδια ονομασία,επιβεβαιώνεται και από αρχαία επιγραφή (Μουσείο Βόλου) που βρέθηκε στο χωριό Φίλια της Καρδίτσας και αναγράφει τους όρους μιας συμφωνίας για την ίδρυση συμπολιτείας ανάμεσα στους Γόμφους και τις Θαμιές.
Ο ιστορικός Bruno Helly τοποθετεί την αρχαία πόλη στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Φανάρι.Χαρακτηριστικά αναφέρει : "...Η Ιθώμη–Θαμιές ονομάζεται σήμερα Φανάρι και βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μία απότομη κορυφή,η οποία ξεχωρίζει στα βόρεια στην πρώτη πλάγια γραμμή της οροσειρά της Πίνδου.Η βορειοανατολική πλευρά ορθώνεται κατακόρυφα και σε ύψος 250 μ. από την πεδιάδα,η οποία απλώνεται στους πρόποδες της με μόνη εναλλαγή μερικές βαθμίδες ή στρογγυλές προεξοχές.Πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού,μια μικρή χορταριασμένη πλαγιά χωρίζει το βυζαντινό φρούριο,το οποίο διακρίνεται από μακριά.Οι όμορφοι τοίχοι του και οι στρογγυλοί πύργοι του είναι ακόμα ανέπαφοι.Στους πλινθόκτιστους εσωτερικούς τοίχους μπορεί κανείς να ανγνωρίσει κομμάτια της αρχαιότητας.Μερικά τεμάχια από ραβδωτούς κίονες και τμήματα από κιονόκρανα βρίσκονται διασκορπισμένα μέσα.
Αυτό είναι το όμορφο τοπίο,στο οποίο αναγνωρίζουμε την αρχαία Ιθώμη,την οποία περιέγραψε μονολεκτικά ο Όμηρος στον κατάλογο με τα πλοία:Οι δ’ είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν (Ιλ. Β΄ 729).Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ερείπια,τα οποία ίσως είναι θαμμένα κάτω από τα βυζαντινά κτίσματα ή κάτω από τα σπίτια,ούτε επιγραφές,ούτε νομίσματα"
Άλλες πόλεις της Εστιαιώτιδας
Άλλες γνωστές πόλεις της Εστιαιώτιδας ήταν η αρχαία Οιχαλία,που ενώ το όνομα της αναφέρεται στην εποχή του Ομήρου γύρω στο 1200 π.Χ. με γνωστότερο βασιλιά της τον Εύρητο,εικάζεται ότι καταστράφηκε το 1000 – 800 π.Χ.,η αρχαία Οξύνεια που βρισκόταν στη θέση Μύκανη,όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό Ξηρόκαμπος,η αρχαία Πιαλεία όπου στα νότια του χωριού Φήκη και κοντά στη βόρεια όχθη του Πορταϊκού ποταμού,στο μακρόστενο λόφο Μαγούλα (υψ.214μ.) σώζεται ένα μικρό πολυγωνικό τείχος πάχους 7μ. περίπου ενώ στο χωριό Παλαιοχώρι δυτικά του ,υψώνεται ο κωνικός λόφος Παλιόκαστρο (υψ. 538μ.).Στην κορυφή του σώζεται τείχος. Ο Π. Καστριώτης ανακάλυψε το 1902 στην Ακρόπολη νομίσματα του 4ου π.Χ. αιώνα,πολυάριθμα κομμάτια κεραμιδιών, επιγραφές, χάλκινο αγαλμάτιο αμαζόνας. Στα ριζά του Παλιόκαστρου,1 χλμ ΝΑ του,κοντά στη θέση Φτελιά, αφιερωματικό ανάγλυφο της Αρτέμιδος του 2ου π.Χ. αιώνα,τα θεμέλια του ιερού της οποίας εντοπίστηκαν μέσα στην Ακρόπολη. Και τέλος η αρχαία Φαλώρεια που βρισκόταν κοντά στο Κερκέτειο Όρος,πάνω στο λόφο Σκούμπο,όπου σώζονται ερείπια τειχών.Ήταν ισχυρή πόλη και ήκμασε κυρίως κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.Αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο και το 198 π.Χ. την κατέλαβε ο ρωμαίος στρατηγός Τίτος Κόϊντος Φλαμινίνος.Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη,η πόλη πήρε το όνομά της από το λόφο όπου είναι κτισμένη και από το κωνικό του σχήμα.Ο λόφος θυμίζει μπροστινό μέρος περικεφαλαίας, το οποίο στα Ομηρικά έπη ονομαζόταν "φάλος".
Φωτογραφίες περιοχών και εκθεμάτων της Εστιαιώτιδας