Πανηγύρι
Την ημέρα της Αγίας Παρασκευής,26 Ιουλίου,γίνονταν και συνεχίζεται και σήμερα,με διαφοροποιημένη όμως εικόνα,ένα ασυνήθιστο, ιδιόρρυθμο πανηγύρι,που κρατούσε τέσσερις ημέρες, ενώ σήμερα έχει περιοριστεί στις τρεις.
Την εβδομάδα του πανηγυριού,οι βλάχες νοικοκυρές επιδίδονταν με ζήλο και μεράκι στην προετοιμασία των σπιτιών τους.Έτσι έβγαζαν από τα μπαούλα τους και τα μιντιρλίκια τη μάλλινη χειροποίητη προίκα τους και έστρωναν με σχολαστικότητα τους ευρύχωρους οντάδες,κρεμούσαν στις θύρες και τα παράθυρα τους αριστοτεχνικούς μπερντέδες,στόλιζαν με γούστο τα μακρόσυρτα ξύλινα μιντιρλίκια (μπάσα) με πλουμιστές καραμιλωτές μπατανίες,τα άνετα ξύλινα κλινάρια με χαρούμενα τρίχρωμα μαλλινοσέντονα, ενώ στο πάτωμα,φτιαγμένο με φαρδιές σανίδες,έστρωναν τα χειροποίητα τεράστια ποικιλόχρωμα κιλίμια, καμωμένα με περίσσια τέχνη και λογής λογής κεντητές φιγούρες,βγαλμένες από την καθαρή και δημιουργική φαντασία κάποιων ευαίσθητων κυράδων που πρωτοτυπούσαν στα σχέδιά τους.
Γύρω,γύρω στα μιντιρλίκια τοποθετούσαν με καλαισθησία τα πολύχρωμα προσκέφαλα,την τεράστια τάβλα στη μέση και τη βαρέλα του νερού πίσω από την πόρτα.Το τζάκι,κι αυτό στα γιορτινά του,με το πλουμιστό τζακόπανο να γέρνει με αίσθηση,την απαστράπτουσα λάμπα στο μέσο του περβαζιού του τζακιού και δεξιά κι αριστερά απιθωμένα δυο επαργυρωμένα,γιαννιώτικα κηροπήγια,που συμπλήρωναν και έδεναν τον όλο διάκοσμο του.Γύρω στους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους της κάμαρας υποδοχής (σαλονιού) εδέσποζε η τεράστια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του οικοδεσπότη με τη σύντροφό του και δίπλα οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες των προγόνων τους συμπλήρωναν τη ζεστή εκείνη γωνιά του ευρύχωρου δωματίου.Και τα υπνοδωμάτια είχαν κι αυτά το δικό τους γιορταστικό ντύσιμο και μοσχομύριζαν από τη διαπεραστική ευωδιά του μούσχου και του νυχακιού. Μα κι ο νοικοκύρης δεν έμεινε άπραγος κι αυτός.Αυτός είχε το δικό του μερτικό στην πανηγυριάτικη προετοιμασία και φροντίδα.Τσέλιγκας καθώς ήταν,την παραμονή της πανήγυρης έσφαζε ένα δυο αρνιά, που τα φύλαγε για την ημέρα αυτή,ή καμιά στέρφα προβατίνα ή γίδα, για να τα διαθέσει στο τραπέζωμα των μουσαφίρηδων, που δε θα αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο χωριό και που οι περισσότεροι θα προέρχονταν από τα γειτονικά χωριά Χαλίκι,Κατάφυτο,Στεφάνι,Καλαρρύτες,με τα οποία οι Ανθουσιώτες διατηρούν μέχρι σήμερα συγγενικούς δεσμούς.
Κι όλοι αυτοί οι ξένοι πανηγυριώτες κατέφθαναν στο χωριό καβάλα στα ομορφοστολισμένα τετράπαχα μπενέκια τους (άλογα ιππασίας) με τα σαμάρια στολισμένα με τις ζαχαρίσιες,τις παπαρουνάτες και τις πολύχρωμες φλοκάτες.
Οι οργανοπαίχτες (κλαρίνο,λαούτο,βιολί,ντέφι ή ταμπουράς) έρχονταν συνήθως το πρωί της εορτής (26 Ιουλίου).Και έρχονται πάντα οι ίδιοι κάθε χρόνο,γιατί και αυτοί από πατροπαράδοση γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού.Ύστερα,οφείλουμε να τονίσουμε,πως στην Ανθούσα χορεύουν και τραγουδούν πολλά τραγούδια με τοπικό χαρακτήρα,με ιδιότυπους σκοπούς και ρυθμούς που άλλοι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές αδυνατούν να αποδώσουν.
Την παραμονή λοιπόν της πανήγυρης,εκτός από τις προετοιμασίες και το καλωσόρισμα των μουσαφιραίων,δε γινόταν καμία άλλη εκδήλωση.
Έπρεπε κατά γενική αποδοχή,όλοι,μικροί μεγάλοι, να πλαγιάσουν από νωρίς,για να πάνε το πρωί στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που είχε την τιμητική της,ένα αξιόλογο ξωκλήσι που χρονολογείται από το 1736, με σπάνια αγιογράφηση που καλύπτει όλα τα μέρη του ναού.
Και το πρωί, ανήμερα της γιορτής,άνδρες,γυναίκες,γέροι και παιδιά,φορώντας τα γιορτινά τους,μ' αφτιασίδωτα πρόσωπα,κοκκινομάγουλοι κι αστραφτεροί απ' τα μυρωμένα χάδια του βουνίσιου αγέρα,τραβούν με βιάση, σιωπηλοί,σαν μυρμήγκια στη σειρά,για την εκκλησία.
"Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε Παρασκευή αθληφόρε,όθεν προχέεις ιάματα" ψάλλουν με κατάνυξη οι ψαλτάδες κι όλοι σταυροκοπιούνται με ευλάβεια.
"Στιβίνιρι" τη λένε στα βλάχικα την Αγία Παρασκευή και η Αγία αυτή δεσπόζει στα περισσότερα χωριά τ' Ασπροποτάμου που την τιμούν και την πανηγυρίζουν.
Ένας άρχοντας του χωριού,που το σπίτι του γειτονεύει με την εκκλησία αυτή,"σηκώνει το ύψωμα" της Αγίας και ασημώνει με γενναίο χρηματικό ποσό τη εικόνα της,την ώρα που την ασπάζεται πρώτος,μια και έχει την τιμητική του.
Με τη σειρά περνούν όλοι,ασπάζονται την εικόνα,παίρνουν αντίδωρο,μέρος από το αγιασμένο ύψωμα,λουκούμι ή κουραμπιέ από το χέρι της "κυράς" του άρχοντα που σήκωσε το ύψωμα,εύχονται μεταξύ τους "άνι μούλτι" (χρόνια πολλά) και αποχωρούν.Το θρησκευτικό μέρος της πανήγυρης έχει πλέον επιτελεστεί και παραχωρεί τη θέση του στο ψυχαγωγικό μέρος,που δε θα αργήσει να ξεκινήσει.
Σε μιαν άκρη, στον περίβολο της εκκλησίας,οι οργανοπαίχτες καρτερούν υπομονετικά το σύνθημα ν' αρχίσουν το έργο τους.Το έθιμο υπαγορεύει,όλο το εκκλησίασμα να επισκεφτεί (βίζιτα) το αρχοντικό του νοικοκύρη που "σήκωσε το ύψωμα".Και να!Μπροστά στα όργανα,παίζοντας έναν πανηγυριώτικο σκοπό και ακολουθεί μυσταγωγικά ένα ζωηρό ανθρωπομάνι με τη διάθεση για ξεφάντωμα ζωγραφισμένη στα χαρούμενα πρόσωπά τους,κατηφορίζοντας προς το τιμημένο σπίτι.Κι εκεί,αφού κεραστούν όλοι με τον αφράτο κουραμπιέ,τη μελαχρινή ή το παντεσπάνι,καμαρώνουν τον πρώτο χορό που σέρνει ο νοικοκύρης του σπιτιού με την οικογένειά του,αποχωρούν οι γυναίκες και τα κορίτσια για τα σπίτια τους και μένουν οι άντρες με τα όργανα που θα πάρουν με την αράδα βίζιτα τα σπίτια που γειτονεύουν με το σπίτι του τιμημένου άρχοντα.
Όλα τα σπίτια εκείνη την ημέρα έμεναν ορθάνοιχτα για να καλοδεχτούν τους "βιζιτάδες" με εξαίρεση μονάχα εκείνων των νοικοκυριών που είχαν κάποιο νωπό πένθος,οπότε τα σπίτια τους παρέμεναν ερμητικά κλειστά.
Σε κάθε σπίτι που επισκεπτόταν η παρέα με τα όργανα συνήθιζαν να βάζουν στο χορό τούς σπιτικούς,άνδρα,γυναίκα,παιδιά,γαμπρούς,νύφες.Τα όργανα τα κερνούσε μόνο ο νοικοκύρης,κολλώντας στο μέτωπο του κλαριτζή ένα μεγάλης αξίας χαρτονόμισμα.
Το κέρασμα στους επισκέπτες ήταν γλυκό καρύδι,φτιαγμένο με μαστοριά από την οικοδέσποινα,μελαχρινή ή παντεσπάνι και σαν αναψυκτικό σε πολλά σπίτια ξινόγαλα φρεσκοχτυπημένο που προσφέρονταν σε μαστραπάδες (ποτήρια χοντρά με χερούλι).Οι βίζιτες συνεχίζονταν με την ίδια τακτική ως το γιόμα (μεσημέρι).Κατά τη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι τα όργανα έπαιζαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία των βιζιτάδων συνήθως το τραγούδι "όλες οι βέργες στο χορό,/δική μου βέργα δεν είναι δω,/πάει στη βρύση για νερό" ή το άσμα: "Κάτω στο ρέμα το βαθύ, / πλένει η Ρηνούλα μοναχή".
Αποκαμωμένοι πλέον οι βιζιτάδες,κατά το μεσημέρι γυρίζουν στα σπίτια τους για το πανηγυριάτικο γεύμα.Ένα γεύμα πλουσιοπάροχο και ποικιλόφτιαχτο που περιλάμβανε ψητό αρνί ή προβατίνα, ψάρια πέστροφες από το ποτάμι του χωριού,γαλοτύρι,γιαούρτι τσαντήλας,πίτα κασάτα (σπεσιαλιτέ του χωριού),γαλατόπιτα ή στριφτόπιτα.Σαν επιδόρπιο μέλι με καρύδια και αφράτες αχνιστές τηγανίτες.Κι ύστερα ένα-δυο τραγούδια της τάβλας,όπως:"δόντια πυκνά και μαργαριταρένια /φωνή σαν τ' αηδονιού,/μου σήκωσες το νου" ή "Σιδηροβέργινο κλουβί σου κάμαν οι γονείς σου/φοβούνται μη σε κλέψω εγώ,μα θά 'ρθεις μοναχή σου" ή το βλάχικο "Μι σκουλάι ούνι ταχινά, ντι μι ντούι λα τζόνι αμέου" που θα πει "σηκώθηκα ένα πρωινό και πήγα στο παλικάρι το δικό μου".
Και στη συνέχεια ξεκούραση μέχρι το απόγευμα.Γύρω στις έξι αρχίζουν να ροβολούν προς το μεσοχώρι (πλατεία) οι άντρες, γέροι,μεσήλικες και νέοι,ντυμένοι με τα άσπρα μάλλινα μπουραζάνια τους,το γυαλιστερό μαλιότο (είδος μάλλινου ημίπαλτου μέχρι το γόνατο),τα περήφανα σελάχια,οι γεροντότεροι,το άσπρο πουκάμισο με το μαύρο γιλέκο και το χρυσό ρολόι να κρέμεται δεμένο με ασημένια αλυσίδα και να καταλήγει στο τσεπάκι του γιλέκου.Το όλο σύνολο της φορεσιάς συνόδευε ο μαύρος κούκος (σκουφί) στο κεφάλι και οι τετράψηλες αγκλίτσες να αιωρούνται με νάζι πιασμένες απ' το ζερβί μπράτσο τους,περίτεχνα κεντημένες με παραστάσεις απ' τη νομαδική ζωή των βλάχων ή με ζώα του βουνού και της στάνης.Το σύνολο συμπλήρωναν τα μαύρα η καφετιά τσαρούχια με την αγριωπή διπλή φούντα τους.Και ο χορός των ανδρών αρχίζει.
Λέγεται <γενικός χορός>, στον οποίο όσοι συμμετέχουν,ακολουθούν με απόλυτη ακρίβεια τον ίδιο βηματισμό,με τον πρώτο του χορού να επιδίδεται με χάρη και δεξιοτεχνία σε χαρακτηριστικές αρμονικές φιγούρες,δίχως όμως να διασπά τον συνολικό γενικό χορευτικό ρυθμό, που πράγματι αποτελεί ένα χάρμα ιδέσθαι, αφού θωρείς 60-70 άτομα να εκτελούν συγχρόνως τον ίδιο ρυθμό,τον ίδιο βηματισμό και στον ίδιο χρόνο.Είναι ένας τοπικός, ασυνήθιστος και περίπλοκος χορός που προσδίδει λεβέντικη παρουσία με τον αργό, αρχοντικό και επιβλητικό ρυθμό του,που προσεγγίζει κάπως το ρυθμό "στα τρία" αλλά και σύνθετους βηματισμούς και που απαιτεί ιδιάζουσα δεξιοτεχνία, σβελτάδα και μεράκι.
Λέγεται στα βλάχικα "Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι, λα σάσι κιτριτσέλι,ντοάρμι φιάτα σίγκουρι",που θα πει "στα τέσσερα πέντε μάρμαρα,στα έξι πετραδάκια κοιμάται η κόρη μόνη της".Ο πρώτος σέρνει το χορό μέχρι το μέσο περίπου της πλατείας,οπότε οι οργανοπαίχτες αλλάζουν το σκοπό με το συγκαθιστό "θάλασσα πλατειά,/μαγκούφα ξενιτιά,/θάλασσα βαρεί το κύμα,/σ' αγαπώ δεν είναι κρίμα" και ο χορευτής καταλήγει, χορεύοντας,στο σημείο από το οποίο άρχισε.Το ίδιο επαναλαμβάνεται μέχρις ότου χορέψει πρώτος και ο χορευτής εκείνος που έχει συμφωνηθεί να κλείσει γι' αυτή την ημέρα τον χορό.
Όσοι δε χόρεψαν θα χορέψουν πρώτοι το απόγευμα της επόμενης ημέρας με την ίδια διαδικασία.Την πρώτη ημέρα,το χορό έσερνε πρώτος ο αρχιτσέλιγκας ή ο προύχοντας. (Σήμερα το χορό σέρνει ο γηραιότερος άνδρας του χωριού ή ο κοινοτάρχης).Στη σειρά ακολουθούν οι πρεσβύτεροι των ανδρών, μετά οι ώριμοι άνδρες και τελευταίοι οι νεότεροι.
Σ' εκείνον το γενικό χορό,παλιότερα, δεν επιτρεπόταν να πιαστεί ξένος,ούτε κι αυτοί ακόμα οι γαμπροί του χωριού,που κατάγονταν από άλλο μέρος.Τον όρο αυτό τον τηρούσαν και τον εφάρμοζαν με ιερή ευλάβεια.Το αυστηρό αυτό μέτρο-έθιμο στις μέρες μας έχει ατονήσει.Για την προέλευση αυτού του ιδιόρρυθμου χορού δεν υπάρχουν βάσιμες μαρτυρίες.Η παράδοση θέλει το χορό αυτό να έχει τοπικές τις ρίζες του,γι' αυτό και δεν είναι γνωστός στα γύρω χωριά,εκτός από το Χαλίκι,όπου ίσως να μεταδόθηκε από την Ανθούσα που διατηρεί ευρείας κλίμακας συγγένειες.Όμως δεν χορεύεται και δεν αποδίδεται ακριβώς από τους Χαλικιώτες.Μια παραλλαγή του χορού συναντάται στο γειτονικό Μέτσοβο.Ο δεύτερος του χορού,ο καθοδηγητής και συντονιστής,ήταν συνήθως και είναι και σήμερα, κάποιος που φημίζεται και διακρίνεται για τις δεινές χορευτικές επιδόσεις του και που έχει καταξιωθεί και είναι αποδεκτός από το σύνολο των χορευτών ως τέτοιος.
Μόλις σχολάσει ο χορός των ανδρών,με την ίδια διαδικασία της πρώτης ημέρας, πιάνονται στο χορό οι γυναίκες και οι κοπέλες, που ως εκείνη την ώρα κάθονταν στα πεζούλια της πλατείας,που είχαν φροντίσει να τα στρώσουν με ποικιλόχρωμα μάλλινα ταπάκια,φλωκοτά ή μπατανίες, που καμάρωναν με διακριτικότητα τον επιβλητικό χορό των ανδρών.
Παλιότερα όλες οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν ομοιόμορφες ενδυμασίες,όπως ομοιόμορφες αλλά με διαφορετικές αποχρώσεις ήταν και οι ενδυμασίες των ανύπαντρων γυναικών.
Σήμερα,δυστυχώς η ομοιομορφία αυτή εξέλιπε παντελώς και μόνο το παραδοσιακό χορευτικό του χωριού την αναβιώνει (αν υπάρχει και αυτό).Η αυθεντική εκείνη τοπική ενδυμασία προσέδιδε μία φανταχτερή γραφικότητα και εντυπωσίαζε με τα μεταξωτά καστανόμαυρα τσιμπέρια (μαντίλες) ριγμένα σε τριγωνικό σχηματισμό στην πλάτη,τα μακριά ως τον αστράγαλο γαλαζόχρωμα φουστάνια,ενώ των ανύπαντρων είχαν αποχρώσεις συγκλίνουσες προς το βυσσινί και με τις κεντημένες,μελιτζανόχρωμες για τις γυναίκες,βαθυγάλαζες για τις κοπέλες, ποδιές, τα χρυσαφένια ντομπλόνια (περιδέραια) στο λαιμό και τη μελανόφαιη ζώνη με τις ασημένιες πόρπες στη δαχτυλιδένια μέση.Πρώτες στο χορό οι μεγαλύτερες ηλικίας παντρεμένες,κοντά οι μέσης ηλικίας και έκλειναν οι νεότερες με τελευταίες τις ανύπαντρες.Σήμερα η σχολαστική αυτή σειρά δεν τηρείται απόλυτα.Βλέπεις ο συρμός και όλες οι μοντέρνες δήθεν παραφυάδες του παρέσυρε στο διάβα του παραδοσιακά όμορφα έθιμα και τα καταχώνιασε άκριτα και ανελέητα στο θολό της λήθης λιμάνι.Στο χορό λοιπόν των γυναικών,αν υπάρχει μια κοπέλα που έχει πρόσφατα αρραβωνιαστεί,αυτή υποχρεωτικά θα κρατήσει όλες τις γυναίκες και τις κοπέλες να χορέψουν μπροστά,μ' ένα άσπρο μαντήλι. (Το έθιμο αυτό τηρείται και σήμερα).Αν υπάρχουν δυο αρραβωνιασμένες ή και τρεις,τότε αυτές θα κρατήσουν στο χορό τις γυναίκες που δεν χόρεψαν τη δεύτερη και την τρίτη μέρα. Παλιότερα οι γυναίκες χόρευαν και τραγουδούσαν οι ίδιες τοπικά τραγούδια.Σήμερα χορεύουν με τα όργανα και με τραγούδια της επιλογής τους.
Στη διάρκεια του γενικού χορού,τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών,οι προύχοντες του χωριού κερνούσαν χρηματικά ποσά σ' όλους αδιακρίτως τους χορευτές και χορεύτριες,κάθε φορά που έμπαιναν πρώτοι στο χορό.
Επίσης,αξίζει να σημειώσουμε, πως στη διάρκεια του χορού των γυναικών,οι άντρες που ήταν στο σεργιάνι,παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και προσοχή κάποια κοπέλα για την οποία κόπτονταν για προξενιό,τρώγοντάς την κυριολεκτικά με τα μάτια τους και αναλόγως ενεργούσαν τα περαιτέρω. Όσες γυναίκες δεν χόρευαν την πρώτη ημέρα,είχαν σειρά να χορέψουν την δεύτερη και την τρίτη ημέρα,όπως οι άνδρες.Γύρω στις 11 το βράδυ, ο χορός διαλύονταν και οι γυναίκες γύριζαν στα σπίτια τους,άλλαζαν φορεσιά και κατέβαιναν στο χάνι (δεύτερη πλατεία με το μαγαζί),όπου τους περίμεναν οι άντρες με τα παιδιά για να συνεχίσουν το γλεντοκόπι με ψητό,κοκορέτσι,κεμπάπ και χορό μέχρι τις πρωινές ώρες.Κυρίαρχο τραγούδι στο βραδινό γλέντι είναι η "Βιργινάδα",που συνήθως το χορεύουν δυο μπουραζανοφόροι γέροντες ή μεσήλικες σε ρυθμό "ξεκοπάρικο" που προσιδιάζει στον σκοπό του "Μπεράτι" αλλά με αραιούς διπλούς χαρακτηριστικούς βηματισμούς,όλο χάρη,αρχοντιά και μεγαλοπρέπεια.
Χρειάζεται εδώ να τονιστεί, πως όλα τα τραγούδια που χορεύουν οι Ανθουσιώτες έχουν βαθιά και έκδηλη την ηπειρωτική επίδραση,αφού η επικοινωνία τους με τα χωριά της Ηπείρου είναι στενή και άμεση (Καλαρρύτες,Πράμαντα,Μέτσοβο,Περιστέρι,Ματσούκι).Τις επόμενες δυο μέρες του πανηγυριού ακολουθούνταν το ίδιο πρόγραμμα,όπως την πρώτη ημέρα με βίζιτες το πρωί στα σπίτια που δεν πέρασαν,χορό γενικό το απόγευμα και γλέντι στο χάνι το βράδυ με τη συνοδεία ψητού αρνιού,κοκορετσιού,σπληνάντερου και κεμπάπ και χορό ως τις πρωινές ώρες.Το βράδυ της τρίτης ημέρας,μόλις τελειώνει και ο χορός των γυναικών,οι νέοι και οι νιες του χωριού,αλλά και οι κάμποσοι ηλικιωμένοι,"που κρατάν τα κότσια τους",κρατώντας και ανεμίζοντας άσπρα μαντήλια,αρχίζουν ένα ξέφρενο χορό,σαν αποχαιρετιστήριο μήνυμα της λήξης του πανηγυριού,κάνοντας ρυθμικούς κύκλους γύρω,γύρω στην πλατεία,ο ένας πίσω από τον άλλο,φωνάζοντας δυνατά υπό μουσική υπόκρουση και κλείνοντας με τη φράση "και του χρόνου όλοι εδώ".
Συγκινητικές αλήθεια στιγμές, οι τελευταίες αυτές πανηγυριάτικες εκλάμψεις που δημιουργούν ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης μαζί και μιας ανείπωτης προσδοκίας,πως και του χρόνου θα είναι όλοι παρόντες για να ξαναρχίσουν αυτή την απίθανη πανηγυριάτικη διασκέδαση.Περί τα χαράματα της τρίτης ημέρας του πανηγυριού,μετά το γλεντοκόπι στο μαγαζί,όλοι όσοι παρέμειναν διασκεδάζοντας,σε μια αισθησιακή πομπή,άντρες και γυναίκες,κυρίως νέοι,κατεβαίνουν,με τη συνοδεία των οργάνων και τραγουδώντας το τραγούδι "μια κοντή πολύ λιανή σε γιοφύρι κάθονταν κι όλο συλλογίζονταν",σε μια κρυόβρυση που λέγετε "Σκάλα", όπου και προσφέρεται από τον κοινοτάρχη λουκούμι,που τρώγοντάς το φωνάζουν "και του χρόνου" και οι φωνές αντηχούν στα γύρω βουνά σα στοιχειωμένοι δράκοι που ξυπνούν χαράματα και βρυχώνται.Την τέταρτη ημέρα,όλο το χωριό από το πρωί, έχοντας μαζί τους τις σχετικές φαγώσιμες ετοιμασίες, με τα πόδια έπαιρναν το μονοπάτι για μια ειδυλλιακή τοποθεσία,την "Αρμιάνα",που βρίσκεται μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό,σ' ένα ξέφωτο στην καρδιά του δάσους.Εκεί χύνει τα κρουστάλλινα νερά της μια βρύση. Απλώνονται όλοι, παρέες παρέες,στρώνουν στην απαλή χλόη της κουβέρτες και παίρνουν το κολατσιό τους,ψωμοτύρι,πίτα κασάτα,κανέναν κεφτέ και άλλα.Το κρυόνερο της βρύσης σε λίγο θα τα χωνέψει όλα και η όρεξη δε θ' αργήσει να επανέλθει δριμύτερη και με περισσότερες απαιτήσεις.Οι τσελιγκάδες του χωριού συνήθιζαν την ημέρα τούτη να ψήνουν αρνιά στην μαγευτική εκείνη τοποθεσία και να τα μοιράζουν σ' όλους τους συνδαιτυμόνες από τις παρέες που δεν ήταν κτηνοτρόφοι.
Το έθιμο επέβαλλε την ημέρα αυτή όλοι να φάνε ψητό,για να ευχηθούν στους κτηνοτρόφους καλή χρονιά,προκοπή και υγεία στα κοπάδια τους.Τούτη η μέρα είχε τη δική της χάρη,έβαζε τη δική της σφραγίδα και υπογραφή σ' όλο το τετραήμερο αυτό χαροκόπι με τη συντροφιά της ολοπράσινης και γεμάτης λουλούδια φύσης.Τα πανύψηλα έλατα σιωπηλά έριχναν τη βαριά σκιά τους για να προφυλάξουν τη χαρωπή ομήγυρη από τις σαϊτιές του πυρωμένου καλοκαιριάτικου ήλιου.Και το πανηγύρι έκλεινε πλέον οριστικά, μ' έναν τελευταίο χορό, κατά το απόγευμα πάνω στο θαλερό παρθένο γρασίδι.Και οι οργανοπαίχτες με τη μεγάλη χρηματική μπάζα στο σακούλι τους,καβάλα στ' άλογά τους,αποχαιρετούσαν τη μεγάλη παρέα, παίζοντας το τραγούδι με σόλο το κλαρίνο,"Εσείς βουνά του κερατά, βουνά τ' ασπροποτάμου,/τους Βλάχους τι τους κάνετε, τους Σαρακατσαναίους" και στη συνέχεια το τραγούδι: "Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο Βράδυ,/μάνα μ' έδιωχνε από τ' αρχοντικό μου/κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα", κι αντιλαλούσαν τα γύρω βουνά,ενώ καμπόσα μάτια,κυρίως του ωραίου φύλου βούρκωναν και τα δάκρυα έρρεαν σα μαργαριτάρια στα ροδαλά πρόσωπά τους.
Το πανηγύρι αυτό που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε συνεχιζόταν αδιαλείπτως μέχρι το 1958 περίπου, κι ύστερα άρχισε σιγά σιγά ν' αλλοιώνεται, να χάνει την πληρότητά του,το μεγαλείο του,την παραδοσιακή αυθεντική οντότητά του.
Σήμερα από το πανηγύρι αυτό έχει μείνει ο γενικός χορός που γίνεται σε δυο ημέρες,δίχως τις γραφικές ανθουσιώτικες φορεσιές και με αρκετά περιορισμένο αριθμό χορευτών,ανδρών και γυναικών.Εκείνο που έμεινε απείραχτο από του χρόνου τη φθορά είναι ο γενικός χορός των ανδρών που συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο,δίχως να επιτρέπεται σε κάποιον να χορέψει άλλον χορό με διαφορετικό τραγούδι.Κάτι είναι κι αυτό.
Οι βίζιτες σ' όλα τα σπίτια κόπηκαν οριστικά.Τα όργανα τώρα έρχονται την παραμονή το βράδυ της Αγίας Παρασκευής και οι κάτοικοι στο μαγαζί του χωριού γλεντούν όλο αυτό το βράδυ.Κάτι πολύ δυσάρεστο,γιατί ανήμερα της εορτής από το ξενύχτι που προηγήθηκε,δυσκολεύονται, ιδίως νέοι,να πηγαίνουν στην εκκλησία.Πόσο σοφοί και συνετοί, αλήθεια,ήσαν οι παλιότεροι πρόγονοί μας.Όλα τα είχαν ρυθμίσει με τάξη, με σειρά, με σκοπιμότητα.
Στην όμορφη τοποθεσία "Αρμιάνα" τώρα πηγαίνουν λίγοι και αυτοί με τα αυτοκίνητά τους.Τίποτε δε σου θύμιζε από τα παλιά,που διηγώντας τα,σε παίρνει το παράπονο και κλαις.Περασμένα μεγαλεία που έσβησαν για πάντα.
Γάμος
Μια άλλη ευκαιρία που δίνεται για να διασκεδάσουν και να γλεντήσουν οι κάτοικοι του χωριού είναι και ο γάμος.Ο γάμος τα παλιότερα χρόνια γινόταν με προξενιό,που τα "προζύμια του πιάνονταν,στο νυφοπάζαρο",που ήταν το πανηγύρι.Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν μεταξύ προξενητού ή προξενήτρας και του πατέρα του αγοριού.Αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ήταν κυρίως η προίκα.Το σύνθημα ότι το θέμα του συνοικεσίου έκλεισε, δινόταν με τρεις μπαταριές πολεμικού όπλου.Η γνώμη της κόρης κυρίως δεν είχε καμία βαρύτητα στο θέμα της εκλογής του άνδρα,αφού την αποκλειστική αρμοδιότητα την είχε ο πατέρας της.
Η τελετή του γάμου άρχιζε βδομάδα πριν,όταν η υποψήφια νύφη άπλωνε στο πατρικό της σπίτι τα προικιά της για να τα δουν οι καλεσμένοι, οι οποίοι έπρεπε να τα ασημώσουν ρίχνοντας πάνω σ’ αυτά χρήματα και ρύζι για ρίζωμα της οικογένειας που θα έφτιαχναν.Τα περισσότερα προικιά ήταν μάλλινα,υφασμένα με τα ίδια τα χέρια της νύφης στον αργαλειό.
Οι προσκλήσεις των συγγενών και φίλων για να παραβρεθούν στα στέφανα,γινόταν με το «φιρφιρί» που είχε μέσα τσίπουρο, από το οποίο έπιναν και σήμαινε ότι δέχονταν το κάλεσμα.Την Πέμπτη το πρωί πήγαιναν τα κορίτσια του χωριού,συγγενείς της νύφης,στο δάσος,όπου τραγουδώντας μάζευαν ξύλα,τα οποία χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα των φαγητών.
Το Σάββατο το βράδυ η νύφη είχε τραπέζι σπίτι της,όπου ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με καλεσμένους μόνο από το σόι της.Από την πλευρά του γαμπρού δεν υπήρχε ούτε αντιπρόσωπος.Ανάλογο τραπέζι και γλέντι γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού με τους δικούς του καλεσμένους,συγγενείς και φίλους.Το κυρίως όμως γλέντι γινόταν την Κυριακή το βράδυ μετά τα στέφανα με όλους τους καλεσμένους.Κάθε καλεσμένος έπρεπε να φέρει ένα δώρο και μια κουλούρα από επτάζυμο ψωμί τυλιγμένη με «μισάλι» και οι πλουσιότεροι από ένα σφαχτό,για να συμμετάσχουν στα έξοδα του τραπεζιού.
Με τις προετοιμασίες του γάμου από την πλευρά του γαμπρού ασχολούνταν οι «μπράτιμοι» και από την πλευρά της νύφης οι «μπρατίμισσες» ή με άλλη ονομασία «βλάμηδες» και «βλάμησσες».Την Κυριακή το απόγευμα συνήθως γινόταν τα στέφανα,πάντοτε στην εκκλησία και σπάνια στο σπίτι.Αν ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό,όταν ξεκίναγε η γαμήλια πομπή να πάει στο χωριό της νύφης,μπροστά πήγαιναν τρέχοντας καβάλα σε άλογα,τρεις τέσσερις νέοι,που λέγονταν «συχαριάρηδες» και έφερναν την είδηση του ερχομού του γαμπρού.Μεταξύ των συχαριάρηδων υπήρχε ανταγωνισμός.Όποιος έφτανε πρώτος,έπαιρνε για έπαθλο ένα μαντήλι,το οποίο κρεμούσε ανάμεσα στα άλλα μαντήλια με τα οποία ήταν στολισμένο το κεφάλι του αλόγου του.Μετά την αναγγελία επέστρεφαν για να συναντήσουν στο δρόμο τη γαμήλια πομπή.Όταν η πομπή αντίκριζε το χωριό της νύφης έριχναν ντουφεκιές και ανταπαντούσαν από την πλευρά της νύφης.Η πομπή σταματούσε μπροστά στην εκκλησία ,όπου περίμεναν τον ερχομό της νύφης,ο δε γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της.
Τη νύφη έβγαζαν στην πόρτα του σπιτιού οι δικοί της.Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι με κρασί. Έπινε απ’ αυτό τρεις φορές και ύστερα το έριχνε πίσω της για να σπάσει, συμβολίζοντας έτσι το γεγονός ότι πρέπει να ξεχάσει τις συνήθειες που ήξερε και να τις αφήσει στο πατρικό της,για να γνωρίσει και να συνηθίσει τις καινούριες.Σύμφωνα και με την παροιμία «νύφη μου όπως βρήκες και όχι όπως ήξερες».Τέλος ο γαμπρός την τράβαγε από το χέρι για να βγει έξω.
Μετά τα στέφανα και όταν τελείωνε το μυστήριο του γάμου,οι βλαμάδες (βλάμηδες) χοροπηδούσανε στηριζόμενοι στις πλάτες των νεονύμφων και λέγανε «πέντε αγόρια και μια τσούπρα».
Στην πλατεία του χωριού ακολουθούσε χορός και πρώτος χόρευε ο νουνός το τραγούδι της «αγορούσας» που ήταν υποχρεωτικός
Αγορούσα από σειρά
Κόρη απ’ την ανατολιά
Πάησαν κι ανταμώθηκαν
μεσ’ στο δαφνοπόταμο
που ν’ οι δάφνες οι πολλές
και οι δασιές τριανταφυλλιές κλπ
Βάπτιση
Προτού χρονίσει το μωρό και προτού ακόμα περπατήσει αποφάσιζαν για τη βάφτισή του.Η ειδοποίηση του νονού ήταν μέσα στις πρώτες φροντίδες για να ετοιμαστεί και να καθοριστεί και η ημερομηνία.Ο νονός θ' αγόραζε τα βαφτιστικά,ασπροπάνι,σαπούνι,μια μπούκλα λάδι,λαμπάδες,σκουφίτσα και μερικά ρουχαλάκια,αν τύχαινε και είχε κομπόδεμα.Ετοίμαζαν την κολυμπήθρα (πλύσιμο-καθάρισμα) και την τοποθετούσαν στο κέντρο της εκκλησίας.Από το σπίτι έφερναν νερό ζεστό και κρύο για ανακάτωμα.Ο παπάς με τον αγκώνα του χεριού του δοκίμαζε τη θερμοκρασία του νερού για να αποφύγει το ζεμάτισμα του παιδιού.Αυτή η δοκιμή ήταν αλάνθαστη και εγγυημένη.Συγγενείς θα πήγαιναν το μωρό στην εκκλησία και οι γονείς θα περίμεναν στο σπίτι τη χαρμόσυνη αναγγελία του ονόματος με αγωνία, και να γιατί.Έθιμο ήταν να δίνεται το όνομα του παππού ή της γιαγιάς από την πλευρά του άντρα και αν υπήρχαν περισσότερα παιδιά,ικανοποιούσαν και την πλευρά της γυναίκας.Προσυνεννόηση με τον νουνό δεν υπήρχε,ο οποίος είχε τη δυνατότητα να δώσει δικό του όνομα.
Οι πιτσιρικάδες μόλις ο νονός χάριζε το όνομα,έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν,για να το ανακοινώσουν στους γονείς,οι οποίοι στον καθένα έδιναν κι ένα νόμισμα,συνήθως δραχμή ή δίφραγκο της εποχής εκείνης.Ο πρώτος αγγελιοφόρος έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος πεντάδραχμο,δεκάδραχμο ή εικοσάδραχμο.Υπήρχαν και οι ζαβολιάρηδες, οι οποίοι σχημάτιζαν ομάδα όπως στη σκυταλοδρομία και ο πρώτος φώναζε το όνομα στο δεύτερο,αυτός στον τρίτο και έπαιρναν την πρωτιά με τη φωνή και όχι με τα πόδια.
Όταν τελείωνε το μυστήριο,ο νουνός έβγαινε έξω από την εκκλησία κρατώντας στις χούφτες του πενηντάρικα,τα οποία πέταγε προς τα πάνω και οι πιτσιρικάδες έδιναν ομηρική μάχη, σπρώχνοντας ή πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο να τα πιάσουν στον αέρα ή να τα πάρουν από κάτω.Ο νουνός κρατώντας στην αγκαλιά του το βαφτιστήρι και τη λαμπάδα αναμμένη,με συνοδεία τον παπά και τον ψάλτη (καντηλανάφτης δεν υπήρχε),πήγαιναν για το σπίτι.Στην πόρτα περίμενε η μητέρα με χαρά και ανυπομονησία, έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά στο νουνό,του φύλαγε το χέρι κι έπαιρνε το νεοφώτιστο στην αγκαλιά της.Ακολουθούσαν τραπεζώματα για τους προσκαλεσμένους με πρώτη και καλύτερη τη μαμή.
Το λαδόπανο και τα λαδωμένα ρούχα τά 'πλεναν στο ποτάμι,για ν' αποφύγουν το ποδοπάτημα των διαβασμένων λαδιών.Τα νερά της κολυμπήθρας τά 'ριχναν στην καταβόθρα που υπήρχε μέσα στο γυναικωνίτη της εκκλησίας.
Θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πεθάνει το μωρό αβάπτιστο.Στην περίπτωση που από ξαφνική αιτία κινδύνευε η ζωή του,θα φρόντιζαν για τη βάπτιση του βιαστικά, και αν δεν υπήρχε παπάς ή ο χρόνος πίεζε,τότε το μυστήριο γινόταν με το αεροβάπτισμα.Σήκωνε κάποιος το μωρό προς τα πάνω τρεις φορές λέγοντας : "βαφτίζεται ο δούλος του θεού" και χάριζε το όνομά του.

Την εβδομάδα του πανηγυριού,οι βλάχες νοικοκυρές επιδίδονταν με ζήλο και μεράκι στην προετοιμασία των σπιτιών τους.Έτσι έβγαζαν από τα μπαούλα τους και τα μιντιρλίκια τη μάλλινη χειροποίητη προίκα τους και έστρωναν με σχολαστικότητα τους ευρύχωρους οντάδες,κρεμούσαν στις θύρες και τα παράθυρα τους αριστοτεχνικούς μπερντέδες,στόλιζαν με γούστο τα μακρόσυρτα ξύλινα μιντιρλίκια (μπάσα) με πλουμιστές καραμιλωτές μπατανίες,τα άνετα ξύλινα κλινάρια με χαρούμενα τρίχρωμα μαλλινοσέντονα, ενώ στο πάτωμα,φτιαγμένο με φαρδιές σανίδες,έστρωναν τα χειροποίητα τεράστια ποικιλόχρωμα κιλίμια, καμωμένα με περίσσια τέχνη και λογής λογής κεντητές φιγούρες,βγαλμένες από την καθαρή και δημιουργική φαντασία κάποιων ευαίσθητων κυράδων που πρωτοτυπούσαν στα σχέδιά τους.
Γύρω,γύρω στα μιντιρλίκια τοποθετούσαν με καλαισθησία τα πολύχρωμα προσκέφαλα,την τεράστια τάβλα στη μέση και τη βαρέλα του νερού πίσω από την πόρτα.Το τζάκι,κι αυτό στα γιορτινά του,με το πλουμιστό τζακόπανο να γέρνει με αίσθηση,την απαστράπτουσα λάμπα στο μέσο του περβαζιού του τζακιού και δεξιά κι αριστερά απιθωμένα δυο επαργυρωμένα,γιαννιώτικα κηροπήγια,που συμπλήρωναν και έδεναν τον όλο διάκοσμο του.Γύρω στους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους της κάμαρας υποδοχής (σαλονιού) εδέσποζε η τεράστια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του οικοδεσπότη με τη σύντροφό του και δίπλα οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες των προγόνων τους συμπλήρωναν τη ζεστή εκείνη γωνιά του ευρύχωρου δωματίου.Και τα υπνοδωμάτια είχαν κι αυτά το δικό τους γιορταστικό ντύσιμο και μοσχομύριζαν από τη διαπεραστική ευωδιά του μούσχου και του νυχακιού. Μα κι ο νοικοκύρης δεν έμεινε άπραγος κι αυτός.Αυτός είχε το δικό του μερτικό στην πανηγυριάτικη προετοιμασία και φροντίδα.Τσέλιγκας καθώς ήταν,την παραμονή της πανήγυρης έσφαζε ένα δυο αρνιά, που τα φύλαγε για την ημέρα αυτή,ή καμιά στέρφα προβατίνα ή γίδα, για να τα διαθέσει στο τραπέζωμα των μουσαφίρηδων, που δε θα αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο χωριό και που οι περισσότεροι θα προέρχονταν από τα γειτονικά χωριά Χαλίκι,Κατάφυτο,Στεφάνι,Καλαρρύτες,με τα οποία οι Ανθουσιώτες διατηρούν μέχρι σήμερα συγγενικούς δεσμούς.
Κι όλοι αυτοί οι ξένοι πανηγυριώτες κατέφθαναν στο χωριό καβάλα στα ομορφοστολισμένα τετράπαχα μπενέκια τους (άλογα ιππασίας) με τα σαμάρια στολισμένα με τις ζαχαρίσιες,τις παπαρουνάτες και τις πολύχρωμες φλοκάτες.
Οι οργανοπαίχτες (κλαρίνο,λαούτο,βιολί,ντέφι ή ταμπουράς) έρχονταν συνήθως το πρωί της εορτής (26 Ιουλίου).Και έρχονται πάντα οι ίδιοι κάθε χρόνο,γιατί και αυτοί από πατροπαράδοση γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού.Ύστερα,οφείλουμε να τονίσουμε,πως στην Ανθούσα χορεύουν και τραγουδούν πολλά τραγούδια με τοπικό χαρακτήρα,με ιδιότυπους σκοπούς και ρυθμούς που άλλοι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές αδυνατούν να αποδώσουν.
Την παραμονή λοιπόν της πανήγυρης,εκτός από τις προετοιμασίες και το καλωσόρισμα των μουσαφιραίων,δε γινόταν καμία άλλη εκδήλωση.
Έπρεπε κατά γενική αποδοχή,όλοι,μικροί μεγάλοι, να πλαγιάσουν από νωρίς,για να πάνε το πρωί στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που είχε την τιμητική της,ένα αξιόλογο ξωκλήσι που χρονολογείται από το 1736, με σπάνια αγιογράφηση που καλύπτει όλα τα μέρη του ναού.
Και το πρωί, ανήμερα της γιορτής,άνδρες,γυναίκες,γέροι και παιδιά,φορώντας τα γιορτινά τους,μ' αφτιασίδωτα πρόσωπα,κοκκινομάγουλοι κι αστραφτεροί απ' τα μυρωμένα χάδια του βουνίσιου αγέρα,τραβούν με βιάση, σιωπηλοί,σαν μυρμήγκια στη σειρά,για την εκκλησία.
"Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε Παρασκευή αθληφόρε,όθεν προχέεις ιάματα" ψάλλουν με κατάνυξη οι ψαλτάδες κι όλοι σταυροκοπιούνται με ευλάβεια.
"Στιβίνιρι" τη λένε στα βλάχικα την Αγία Παρασκευή και η Αγία αυτή δεσπόζει στα περισσότερα χωριά τ' Ασπροποτάμου που την τιμούν και την πανηγυρίζουν.
Ένας άρχοντας του χωριού,που το σπίτι του γειτονεύει με την εκκλησία αυτή,"σηκώνει το ύψωμα" της Αγίας και ασημώνει με γενναίο χρηματικό ποσό τη εικόνα της,την ώρα που την ασπάζεται πρώτος,μια και έχει την τιμητική του.
Με τη σειρά περνούν όλοι,ασπάζονται την εικόνα,παίρνουν αντίδωρο,μέρος από το αγιασμένο ύψωμα,λουκούμι ή κουραμπιέ από το χέρι της "κυράς" του άρχοντα που σήκωσε το ύψωμα,εύχονται μεταξύ τους "άνι μούλτι" (χρόνια πολλά) και αποχωρούν.Το θρησκευτικό μέρος της πανήγυρης έχει πλέον επιτελεστεί και παραχωρεί τη θέση του στο ψυχαγωγικό μέρος,που δε θα αργήσει να ξεκινήσει.
Σε μιαν άκρη, στον περίβολο της εκκλησίας,οι οργανοπαίχτες καρτερούν υπομονετικά το σύνθημα ν' αρχίσουν το έργο τους.Το έθιμο υπαγορεύει,όλο το εκκλησίασμα να επισκεφτεί (βίζιτα) το αρχοντικό του νοικοκύρη που "σήκωσε το ύψωμα".Και να!Μπροστά στα όργανα,παίζοντας έναν πανηγυριώτικο σκοπό και ακολουθεί μυσταγωγικά ένα ζωηρό ανθρωπομάνι με τη διάθεση για ξεφάντωμα ζωγραφισμένη στα χαρούμενα πρόσωπά τους,κατηφορίζοντας προς το τιμημένο σπίτι.Κι εκεί,αφού κεραστούν όλοι με τον αφράτο κουραμπιέ,τη μελαχρινή ή το παντεσπάνι,καμαρώνουν τον πρώτο χορό που σέρνει ο νοικοκύρης του σπιτιού με την οικογένειά του,αποχωρούν οι γυναίκες και τα κορίτσια για τα σπίτια τους και μένουν οι άντρες με τα όργανα που θα πάρουν με την αράδα βίζιτα τα σπίτια που γειτονεύουν με το σπίτι του τιμημένου άρχοντα.
Όλα τα σπίτια εκείνη την ημέρα έμεναν ορθάνοιχτα για να καλοδεχτούν τους "βιζιτάδες" με εξαίρεση μονάχα εκείνων των νοικοκυριών που είχαν κάποιο νωπό πένθος,οπότε τα σπίτια τους παρέμεναν ερμητικά κλειστά.
Σε κάθε σπίτι που επισκεπτόταν η παρέα με τα όργανα συνήθιζαν να βάζουν στο χορό τούς σπιτικούς,άνδρα,γυναίκα,παιδιά,γαμπρούς,νύφες.Τα όργανα τα κερνούσε μόνο ο νοικοκύρης,κολλώντας στο μέτωπο του κλαριτζή ένα μεγάλης αξίας χαρτονόμισμα.
Το κέρασμα στους επισκέπτες ήταν γλυκό καρύδι,φτιαγμένο με μαστοριά από την οικοδέσποινα,μελαχρινή ή παντεσπάνι και σαν αναψυκτικό σε πολλά σπίτια ξινόγαλα φρεσκοχτυπημένο που προσφέρονταν σε μαστραπάδες (ποτήρια χοντρά με χερούλι).Οι βίζιτες συνεχίζονταν με την ίδια τακτική ως το γιόμα (μεσημέρι).Κατά τη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι τα όργανα έπαιζαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία των βιζιτάδων συνήθως το τραγούδι "όλες οι βέργες στο χορό,/δική μου βέργα δεν είναι δω,/πάει στη βρύση για νερό" ή το άσμα: "Κάτω στο ρέμα το βαθύ, / πλένει η Ρηνούλα μοναχή".
Αποκαμωμένοι πλέον οι βιζιτάδες,κατά το μεσημέρι γυρίζουν στα σπίτια τους για το πανηγυριάτικο γεύμα.Ένα γεύμα πλουσιοπάροχο και ποικιλόφτιαχτο που περιλάμβανε ψητό αρνί ή προβατίνα, ψάρια πέστροφες από το ποτάμι του χωριού,γαλοτύρι,γιαούρτι τσαντήλας,πίτα κασάτα (σπεσιαλιτέ του χωριού),γαλατόπιτα ή στριφτόπιτα.Σαν επιδόρπιο μέλι με καρύδια και αφράτες αχνιστές τηγανίτες.Κι ύστερα ένα-δυο τραγούδια της τάβλας,όπως:"δόντια πυκνά και μαργαριταρένια /φωνή σαν τ' αηδονιού,/μου σήκωσες το νου" ή "Σιδηροβέργινο κλουβί σου κάμαν οι γονείς σου/φοβούνται μη σε κλέψω εγώ,μα θά 'ρθεις μοναχή σου" ή το βλάχικο "Μι σκουλάι ούνι ταχινά, ντι μι ντούι λα τζόνι αμέου" που θα πει "σηκώθηκα ένα πρωινό και πήγα στο παλικάρι το δικό μου".
Και στη συνέχεια ξεκούραση μέχρι το απόγευμα.Γύρω στις έξι αρχίζουν να ροβολούν προς το μεσοχώρι (πλατεία) οι άντρες, γέροι,μεσήλικες και νέοι,ντυμένοι με τα άσπρα μάλλινα μπουραζάνια τους,το γυαλιστερό μαλιότο (είδος μάλλινου ημίπαλτου μέχρι το γόνατο),τα περήφανα σελάχια,οι γεροντότεροι,το άσπρο πουκάμισο με το μαύρο γιλέκο και το χρυσό ρολόι να κρέμεται δεμένο με ασημένια αλυσίδα και να καταλήγει στο τσεπάκι του γιλέκου.Το όλο σύνολο της φορεσιάς συνόδευε ο μαύρος κούκος (σκουφί) στο κεφάλι και οι τετράψηλες αγκλίτσες να αιωρούνται με νάζι πιασμένες απ' το ζερβί μπράτσο τους,περίτεχνα κεντημένες με παραστάσεις απ' τη νομαδική ζωή των βλάχων ή με ζώα του βουνού και της στάνης.Το σύνολο συμπλήρωναν τα μαύρα η καφετιά τσαρούχια με την αγριωπή διπλή φούντα τους.Και ο χορός των ανδρών αρχίζει.
Λέγεται <γενικός χορός>, στον οποίο όσοι συμμετέχουν,ακολουθούν με απόλυτη ακρίβεια τον ίδιο βηματισμό,με τον πρώτο του χορού να επιδίδεται με χάρη και δεξιοτεχνία σε χαρακτηριστικές αρμονικές φιγούρες,δίχως όμως να διασπά τον συνολικό γενικό χορευτικό ρυθμό, που πράγματι αποτελεί ένα χάρμα ιδέσθαι, αφού θωρείς 60-70 άτομα να εκτελούν συγχρόνως τον ίδιο ρυθμό,τον ίδιο βηματισμό και στον ίδιο χρόνο.Είναι ένας τοπικός, ασυνήθιστος και περίπλοκος χορός που προσδίδει λεβέντικη παρουσία με τον αργό, αρχοντικό και επιβλητικό ρυθμό του,που προσεγγίζει κάπως το ρυθμό "στα τρία" αλλά και σύνθετους βηματισμούς και που απαιτεί ιδιάζουσα δεξιοτεχνία, σβελτάδα και μεράκι.
Λέγεται στα βλάχικα "Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι, λα σάσι κιτριτσέλι,ντοάρμι φιάτα σίγκουρι",που θα πει "στα τέσσερα πέντε μάρμαρα,στα έξι πετραδάκια κοιμάται η κόρη μόνη της".Ο πρώτος σέρνει το χορό μέχρι το μέσο περίπου της πλατείας,οπότε οι οργανοπαίχτες αλλάζουν το σκοπό με το συγκαθιστό "θάλασσα πλατειά,/μαγκούφα ξενιτιά,/θάλασσα βαρεί το κύμα,/σ' αγαπώ δεν είναι κρίμα" και ο χορευτής καταλήγει, χορεύοντας,στο σημείο από το οποίο άρχισε.Το ίδιο επαναλαμβάνεται μέχρις ότου χορέψει πρώτος και ο χορευτής εκείνος που έχει συμφωνηθεί να κλείσει γι' αυτή την ημέρα τον χορό.
Όσοι δε χόρεψαν θα χορέψουν πρώτοι το απόγευμα της επόμενης ημέρας με την ίδια διαδικασία.Την πρώτη ημέρα,το χορό έσερνε πρώτος ο αρχιτσέλιγκας ή ο προύχοντας. (Σήμερα το χορό σέρνει ο γηραιότερος άνδρας του χωριού ή ο κοινοτάρχης).Στη σειρά ακολουθούν οι πρεσβύτεροι των ανδρών, μετά οι ώριμοι άνδρες και τελευταίοι οι νεότεροι.
Σ' εκείνον το γενικό χορό,παλιότερα, δεν επιτρεπόταν να πιαστεί ξένος,ούτε κι αυτοί ακόμα οι γαμπροί του χωριού,που κατάγονταν από άλλο μέρος.Τον όρο αυτό τον τηρούσαν και τον εφάρμοζαν με ιερή ευλάβεια.Το αυστηρό αυτό μέτρο-έθιμο στις μέρες μας έχει ατονήσει.Για την προέλευση αυτού του ιδιόρρυθμου χορού δεν υπάρχουν βάσιμες μαρτυρίες.Η παράδοση θέλει το χορό αυτό να έχει τοπικές τις ρίζες του,γι' αυτό και δεν είναι γνωστός στα γύρω χωριά,εκτός από το Χαλίκι,όπου ίσως να μεταδόθηκε από την Ανθούσα που διατηρεί ευρείας κλίμακας συγγένειες.Όμως δεν χορεύεται και δεν αποδίδεται ακριβώς από τους Χαλικιώτες.Μια παραλλαγή του χορού συναντάται στο γειτονικό Μέτσοβο.Ο δεύτερος του χορού,ο καθοδηγητής και συντονιστής,ήταν συνήθως και είναι και σήμερα, κάποιος που φημίζεται και διακρίνεται για τις δεινές χορευτικές επιδόσεις του και που έχει καταξιωθεί και είναι αποδεκτός από το σύνολο των χορευτών ως τέτοιος.
Μόλις σχολάσει ο χορός των ανδρών,με την ίδια διαδικασία της πρώτης ημέρας, πιάνονται στο χορό οι γυναίκες και οι κοπέλες, που ως εκείνη την ώρα κάθονταν στα πεζούλια της πλατείας,που είχαν φροντίσει να τα στρώσουν με ποικιλόχρωμα μάλλινα ταπάκια,φλωκοτά ή μπατανίες, που καμάρωναν με διακριτικότητα τον επιβλητικό χορό των ανδρών.
Παλιότερα όλες οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν ομοιόμορφες ενδυμασίες,όπως ομοιόμορφες αλλά με διαφορετικές αποχρώσεις ήταν και οι ενδυμασίες των ανύπαντρων γυναικών.
Σήμερα,δυστυχώς η ομοιομορφία αυτή εξέλιπε παντελώς και μόνο το παραδοσιακό χορευτικό του χωριού την αναβιώνει (αν υπάρχει και αυτό).Η αυθεντική εκείνη τοπική ενδυμασία προσέδιδε μία φανταχτερή γραφικότητα και εντυπωσίαζε με τα μεταξωτά καστανόμαυρα τσιμπέρια (μαντίλες) ριγμένα σε τριγωνικό σχηματισμό στην πλάτη,τα μακριά ως τον αστράγαλο γαλαζόχρωμα φουστάνια,ενώ των ανύπαντρων είχαν αποχρώσεις συγκλίνουσες προς το βυσσινί και με τις κεντημένες,μελιτζανόχρωμες για τις γυναίκες,βαθυγάλαζες για τις κοπέλες, ποδιές, τα χρυσαφένια ντομπλόνια (περιδέραια) στο λαιμό και τη μελανόφαιη ζώνη με τις ασημένιες πόρπες στη δαχτυλιδένια μέση.Πρώτες στο χορό οι μεγαλύτερες ηλικίας παντρεμένες,κοντά οι μέσης ηλικίας και έκλειναν οι νεότερες με τελευταίες τις ανύπαντρες.Σήμερα η σχολαστική αυτή σειρά δεν τηρείται απόλυτα.Βλέπεις ο συρμός και όλες οι μοντέρνες δήθεν παραφυάδες του παρέσυρε στο διάβα του παραδοσιακά όμορφα έθιμα και τα καταχώνιασε άκριτα και ανελέητα στο θολό της λήθης λιμάνι.Στο χορό λοιπόν των γυναικών,αν υπάρχει μια κοπέλα που έχει πρόσφατα αρραβωνιαστεί,αυτή υποχρεωτικά θα κρατήσει όλες τις γυναίκες και τις κοπέλες να χορέψουν μπροστά,μ' ένα άσπρο μαντήλι. (Το έθιμο αυτό τηρείται και σήμερα).Αν υπάρχουν δυο αρραβωνιασμένες ή και τρεις,τότε αυτές θα κρατήσουν στο χορό τις γυναίκες που δεν χόρεψαν τη δεύτερη και την τρίτη μέρα. Παλιότερα οι γυναίκες χόρευαν και τραγουδούσαν οι ίδιες τοπικά τραγούδια.Σήμερα χορεύουν με τα όργανα και με τραγούδια της επιλογής τους.
Στη διάρκεια του γενικού χορού,τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών,οι προύχοντες του χωριού κερνούσαν χρηματικά ποσά σ' όλους αδιακρίτως τους χορευτές και χορεύτριες,κάθε φορά που έμπαιναν πρώτοι στο χορό.
Επίσης,αξίζει να σημειώσουμε, πως στη διάρκεια του χορού των γυναικών,οι άντρες που ήταν στο σεργιάνι,παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και προσοχή κάποια κοπέλα για την οποία κόπτονταν για προξενιό,τρώγοντάς την κυριολεκτικά με τα μάτια τους και αναλόγως ενεργούσαν τα περαιτέρω. Όσες γυναίκες δεν χόρευαν την πρώτη ημέρα,είχαν σειρά να χορέψουν την δεύτερη και την τρίτη ημέρα,όπως οι άνδρες.Γύρω στις 11 το βράδυ, ο χορός διαλύονταν και οι γυναίκες γύριζαν στα σπίτια τους,άλλαζαν φορεσιά και κατέβαιναν στο χάνι (δεύτερη πλατεία με το μαγαζί),όπου τους περίμεναν οι άντρες με τα παιδιά για να συνεχίσουν το γλεντοκόπι με ψητό,κοκορέτσι,κεμπάπ και χορό μέχρι τις πρωινές ώρες.Κυρίαρχο τραγούδι στο βραδινό γλέντι είναι η "Βιργινάδα",που συνήθως το χορεύουν δυο μπουραζανοφόροι γέροντες ή μεσήλικες σε ρυθμό "ξεκοπάρικο" που προσιδιάζει στον σκοπό του "Μπεράτι" αλλά με αραιούς διπλούς χαρακτηριστικούς βηματισμούς,όλο χάρη,αρχοντιά και μεγαλοπρέπεια.
Χρειάζεται εδώ να τονιστεί, πως όλα τα τραγούδια που χορεύουν οι Ανθουσιώτες έχουν βαθιά και έκδηλη την ηπειρωτική επίδραση,αφού η επικοινωνία τους με τα χωριά της Ηπείρου είναι στενή και άμεση (Καλαρρύτες,Πράμαντα,Μέτσοβο,Περιστέρι,Ματσούκι).Τις επόμενες δυο μέρες του πανηγυριού ακολουθούνταν το ίδιο πρόγραμμα,όπως την πρώτη ημέρα με βίζιτες το πρωί στα σπίτια που δεν πέρασαν,χορό γενικό το απόγευμα και γλέντι στο χάνι το βράδυ με τη συνοδεία ψητού αρνιού,κοκορετσιού,σπληνάντερου και κεμπάπ και χορό ως τις πρωινές ώρες.Το βράδυ της τρίτης ημέρας,μόλις τελειώνει και ο χορός των γυναικών,οι νέοι και οι νιες του χωριού,αλλά και οι κάμποσοι ηλικιωμένοι,"που κρατάν τα κότσια τους",κρατώντας και ανεμίζοντας άσπρα μαντήλια,αρχίζουν ένα ξέφρενο χορό,σαν αποχαιρετιστήριο μήνυμα της λήξης του πανηγυριού,κάνοντας ρυθμικούς κύκλους γύρω,γύρω στην πλατεία,ο ένας πίσω από τον άλλο,φωνάζοντας δυνατά υπό μουσική υπόκρουση και κλείνοντας με τη φράση "και του χρόνου όλοι εδώ".
Συγκινητικές αλήθεια στιγμές, οι τελευταίες αυτές πανηγυριάτικες εκλάμψεις που δημιουργούν ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης μαζί και μιας ανείπωτης προσδοκίας,πως και του χρόνου θα είναι όλοι παρόντες για να ξαναρχίσουν αυτή την απίθανη πανηγυριάτικη διασκέδαση.Περί τα χαράματα της τρίτης ημέρας του πανηγυριού,μετά το γλεντοκόπι στο μαγαζί,όλοι όσοι παρέμειναν διασκεδάζοντας,σε μια αισθησιακή πομπή,άντρες και γυναίκες,κυρίως νέοι,κατεβαίνουν,με τη συνοδεία των οργάνων και τραγουδώντας το τραγούδι "μια κοντή πολύ λιανή σε γιοφύρι κάθονταν κι όλο συλλογίζονταν",σε μια κρυόβρυση που λέγετε "Σκάλα", όπου και προσφέρεται από τον κοινοτάρχη λουκούμι,που τρώγοντάς το φωνάζουν "και του χρόνου" και οι φωνές αντηχούν στα γύρω βουνά σα στοιχειωμένοι δράκοι που ξυπνούν χαράματα και βρυχώνται.Την τέταρτη ημέρα,όλο το χωριό από το πρωί, έχοντας μαζί τους τις σχετικές φαγώσιμες ετοιμασίες, με τα πόδια έπαιρναν το μονοπάτι για μια ειδυλλιακή τοποθεσία,την "Αρμιάνα",που βρίσκεται μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό,σ' ένα ξέφωτο στην καρδιά του δάσους.Εκεί χύνει τα κρουστάλλινα νερά της μια βρύση. Απλώνονται όλοι, παρέες παρέες,στρώνουν στην απαλή χλόη της κουβέρτες και παίρνουν το κολατσιό τους,ψωμοτύρι,πίτα κασάτα,κανέναν κεφτέ και άλλα.Το κρυόνερο της βρύσης σε λίγο θα τα χωνέψει όλα και η όρεξη δε θ' αργήσει να επανέλθει δριμύτερη και με περισσότερες απαιτήσεις.Οι τσελιγκάδες του χωριού συνήθιζαν την ημέρα τούτη να ψήνουν αρνιά στην μαγευτική εκείνη τοποθεσία και να τα μοιράζουν σ' όλους τους συνδαιτυμόνες από τις παρέες που δεν ήταν κτηνοτρόφοι.
Το έθιμο επέβαλλε την ημέρα αυτή όλοι να φάνε ψητό,για να ευχηθούν στους κτηνοτρόφους καλή χρονιά,προκοπή και υγεία στα κοπάδια τους.Τούτη η μέρα είχε τη δική της χάρη,έβαζε τη δική της σφραγίδα και υπογραφή σ' όλο το τετραήμερο αυτό χαροκόπι με τη συντροφιά της ολοπράσινης και γεμάτης λουλούδια φύσης.Τα πανύψηλα έλατα σιωπηλά έριχναν τη βαριά σκιά τους για να προφυλάξουν τη χαρωπή ομήγυρη από τις σαϊτιές του πυρωμένου καλοκαιριάτικου ήλιου.Και το πανηγύρι έκλεινε πλέον οριστικά, μ' έναν τελευταίο χορό, κατά το απόγευμα πάνω στο θαλερό παρθένο γρασίδι.Και οι οργανοπαίχτες με τη μεγάλη χρηματική μπάζα στο σακούλι τους,καβάλα στ' άλογά τους,αποχαιρετούσαν τη μεγάλη παρέα, παίζοντας το τραγούδι με σόλο το κλαρίνο,"Εσείς βουνά του κερατά, βουνά τ' ασπροποτάμου,/τους Βλάχους τι τους κάνετε, τους Σαρακατσαναίους" και στη συνέχεια το τραγούδι: "Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο Βράδυ,/μάνα μ' έδιωχνε από τ' αρχοντικό μου/κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα", κι αντιλαλούσαν τα γύρω βουνά,ενώ καμπόσα μάτια,κυρίως του ωραίου φύλου βούρκωναν και τα δάκρυα έρρεαν σα μαργαριτάρια στα ροδαλά πρόσωπά τους.
Το πανηγύρι αυτό που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε συνεχιζόταν αδιαλείπτως μέχρι το 1958 περίπου, κι ύστερα άρχισε σιγά σιγά ν' αλλοιώνεται, να χάνει την πληρότητά του,το μεγαλείο του,την παραδοσιακή αυθεντική οντότητά του.
Σήμερα από το πανηγύρι αυτό έχει μείνει ο γενικός χορός που γίνεται σε δυο ημέρες,δίχως τις γραφικές ανθουσιώτικες φορεσιές και με αρκετά περιορισμένο αριθμό χορευτών,ανδρών και γυναικών.Εκείνο που έμεινε απείραχτο από του χρόνου τη φθορά είναι ο γενικός χορός των ανδρών που συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο,δίχως να επιτρέπεται σε κάποιον να χορέψει άλλον χορό με διαφορετικό τραγούδι.Κάτι είναι κι αυτό.
Οι βίζιτες σ' όλα τα σπίτια κόπηκαν οριστικά.Τα όργανα τώρα έρχονται την παραμονή το βράδυ της Αγίας Παρασκευής και οι κάτοικοι στο μαγαζί του χωριού γλεντούν όλο αυτό το βράδυ.Κάτι πολύ δυσάρεστο,γιατί ανήμερα της εορτής από το ξενύχτι που προηγήθηκε,δυσκολεύονται, ιδίως νέοι,να πηγαίνουν στην εκκλησία.Πόσο σοφοί και συνετοί, αλήθεια,ήσαν οι παλιότεροι πρόγονοί μας.Όλα τα είχαν ρυθμίσει με τάξη, με σειρά, με σκοπιμότητα.
Στην όμορφη τοποθεσία "Αρμιάνα" τώρα πηγαίνουν λίγοι και αυτοί με τα αυτοκίνητά τους.Τίποτε δε σου θύμιζε από τα παλιά,που διηγώντας τα,σε παίρνει το παράπονο και κλαις.Περασμένα μεγαλεία που έσβησαν για πάντα.
Γάμος

Η τελετή του γάμου άρχιζε βδομάδα πριν,όταν η υποψήφια νύφη άπλωνε στο πατρικό της σπίτι τα προικιά της για να τα δουν οι καλεσμένοι, οι οποίοι έπρεπε να τα ασημώσουν ρίχνοντας πάνω σ’ αυτά χρήματα και ρύζι για ρίζωμα της οικογένειας που θα έφτιαχναν.Τα περισσότερα προικιά ήταν μάλλινα,υφασμένα με τα ίδια τα χέρια της νύφης στον αργαλειό.
Οι προσκλήσεις των συγγενών και φίλων για να παραβρεθούν στα στέφανα,γινόταν με το «φιρφιρί» που είχε μέσα τσίπουρο, από το οποίο έπιναν και σήμαινε ότι δέχονταν το κάλεσμα.Την Πέμπτη το πρωί πήγαιναν τα κορίτσια του χωριού,συγγενείς της νύφης,στο δάσος,όπου τραγουδώντας μάζευαν ξύλα,τα οποία χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα των φαγητών.
Το Σάββατο το βράδυ η νύφη είχε τραπέζι σπίτι της,όπου ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με καλεσμένους μόνο από το σόι της.Από την πλευρά του γαμπρού δεν υπήρχε ούτε αντιπρόσωπος.Ανάλογο τραπέζι και γλέντι γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού με τους δικούς του καλεσμένους,συγγενείς και φίλους.Το κυρίως όμως γλέντι γινόταν την Κυριακή το βράδυ μετά τα στέφανα με όλους τους καλεσμένους.Κάθε καλεσμένος έπρεπε να φέρει ένα δώρο και μια κουλούρα από επτάζυμο ψωμί τυλιγμένη με «μισάλι» και οι πλουσιότεροι από ένα σφαχτό,για να συμμετάσχουν στα έξοδα του τραπεζιού.
Με τις προετοιμασίες του γάμου από την πλευρά του γαμπρού ασχολούνταν οι «μπράτιμοι» και από την πλευρά της νύφης οι «μπρατίμισσες» ή με άλλη ονομασία «βλάμηδες» και «βλάμησσες».Την Κυριακή το απόγευμα συνήθως γινόταν τα στέφανα,πάντοτε στην εκκλησία και σπάνια στο σπίτι.Αν ο γαμπρός ήταν από άλλο χωριό,όταν ξεκίναγε η γαμήλια πομπή να πάει στο χωριό της νύφης,μπροστά πήγαιναν τρέχοντας καβάλα σε άλογα,τρεις τέσσερις νέοι,που λέγονταν «συχαριάρηδες» και έφερναν την είδηση του ερχομού του γαμπρού.Μεταξύ των συχαριάρηδων υπήρχε ανταγωνισμός.Όποιος έφτανε πρώτος,έπαιρνε για έπαθλο ένα μαντήλι,το οποίο κρεμούσε ανάμεσα στα άλλα μαντήλια με τα οποία ήταν στολισμένο το κεφάλι του αλόγου του.Μετά την αναγγελία επέστρεφαν για να συναντήσουν στο δρόμο τη γαμήλια πομπή.Όταν η πομπή αντίκριζε το χωριό της νύφης έριχναν ντουφεκιές και ανταπαντούσαν από την πλευρά της νύφης.Η πομπή σταματούσε μπροστά στην εκκλησία ,όπου περίμεναν τον ερχομό της νύφης,ο δε γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της.
Τη νύφη έβγαζαν στην πόρτα του σπιτιού οι δικοί της.Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι με κρασί. Έπινε απ’ αυτό τρεις φορές και ύστερα το έριχνε πίσω της για να σπάσει, συμβολίζοντας έτσι το γεγονός ότι πρέπει να ξεχάσει τις συνήθειες που ήξερε και να τις αφήσει στο πατρικό της,για να γνωρίσει και να συνηθίσει τις καινούριες.Σύμφωνα και με την παροιμία «νύφη μου όπως βρήκες και όχι όπως ήξερες».Τέλος ο γαμπρός την τράβαγε από το χέρι για να βγει έξω.
Μετά τα στέφανα και όταν τελείωνε το μυστήριο του γάμου,οι βλαμάδες (βλάμηδες) χοροπηδούσανε στηριζόμενοι στις πλάτες των νεονύμφων και λέγανε «πέντε αγόρια και μια τσούπρα».
Στην πλατεία του χωριού ακολουθούσε χορός και πρώτος χόρευε ο νουνός το τραγούδι της «αγορούσας» που ήταν υποχρεωτικός
Αγορούσα από σειρά
Κόρη απ’ την ανατολιά
Πάησαν κι ανταμώθηκαν
μεσ’ στο δαφνοπόταμο
που ν’ οι δάφνες οι πολλές
και οι δασιές τριανταφυλλιές κλπ
Βάπτιση

Οι πιτσιρικάδες μόλις ο νονός χάριζε το όνομα,έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν,για να το ανακοινώσουν στους γονείς,οι οποίοι στον καθένα έδιναν κι ένα νόμισμα,συνήθως δραχμή ή δίφραγκο της εποχής εκείνης.Ο πρώτος αγγελιοφόρος έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος πεντάδραχμο,δεκάδραχμο ή εικοσάδραχμο.Υπήρχαν και οι ζαβολιάρηδες, οι οποίοι σχημάτιζαν ομάδα όπως στη σκυταλοδρομία και ο πρώτος φώναζε το όνομα στο δεύτερο,αυτός στον τρίτο και έπαιρναν την πρωτιά με τη φωνή και όχι με τα πόδια.
Όταν τελείωνε το μυστήριο,ο νουνός έβγαινε έξω από την εκκλησία κρατώντας στις χούφτες του πενηντάρικα,τα οποία πέταγε προς τα πάνω και οι πιτσιρικάδες έδιναν ομηρική μάχη, σπρώχνοντας ή πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο να τα πιάσουν στον αέρα ή να τα πάρουν από κάτω.Ο νουνός κρατώντας στην αγκαλιά του το βαφτιστήρι και τη λαμπάδα αναμμένη,με συνοδεία τον παπά και τον ψάλτη (καντηλανάφτης δεν υπήρχε),πήγαιναν για το σπίτι.Στην πόρτα περίμενε η μητέρα με χαρά και ανυπομονησία, έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά στο νουνό,του φύλαγε το χέρι κι έπαιρνε το νεοφώτιστο στην αγκαλιά της.Ακολουθούσαν τραπεζώματα για τους προσκαλεσμένους με πρώτη και καλύτερη τη μαμή.
Το λαδόπανο και τα λαδωμένα ρούχα τά 'πλεναν στο ποτάμι,για ν' αποφύγουν το ποδοπάτημα των διαβασμένων λαδιών.Τα νερά της κολυμπήθρας τά 'ριχναν στην καταβόθρα που υπήρχε μέσα στο γυναικωνίτη της εκκλησίας.
Θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πεθάνει το μωρό αβάπτιστο.Στην περίπτωση που από ξαφνική αιτία κινδύνευε η ζωή του,θα φρόντιζαν για τη βάπτιση του βιαστικά, και αν δεν υπήρχε παπάς ή ο χρόνος πίεζε,τότε το μυστήριο γινόταν με το αεροβάπτισμα.Σήκωνε κάποιος το μωρό προς τα πάνω τρεις φορές λέγοντας : "βαφτίζεται ο δούλος του θεού" και χάριζε το όνομά του.