Το 1912,με την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου,πολλοί Τρικαλινοί έσπευσαν πανικόβλητοι να αποσύρουν τις καταθέσεις τους,αλλά η τράπεζα Κοέν,για λόγους πρόνοιας,είχε αναστείλει τις εργασίες της.
Δύο ισραηλιτικές τράπεζες αποτέλεσαν το "μοχλό" του τραπεζικού συστήματος που λειτούργησε στα Τρίκαλα μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας,όπως προκύπτει από στοιχεία που συνέλεξε και δημοσιεύει στο βιβλίο της,με τίτλο "Η επιχειρηματικότητα στα Τρίκαλα (1881-1960):μια παραγνωρισμένη ιστορία",η Τρικαλινή συγγραφέας,Μαρούλα Κλιάφα.
Βασιζόμενη σε δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής εκείνης,αλλά και συμβολαιογραφικά στοιχεία,η κα Κλιάφα "ξεδιπλώνει" μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της το προφίλ και τη λειτουργία των τραπεζών "Ηλία Κοέν" και "Ιουδά Σολομών Μεγήρ και Σία",που διαδραμάτισαν ξεχωριστό ρόλο στο τρικαλινό τραπεζικό σύστημα,την περίοδο της λειτουργίας τους.
H Τράπεζα Ηλία Κοέν
Αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας εμφανίστηκαν οι πρώτοι χρηματιστές,οι οποίοι δάνειζαν χρήματα με υψηλό τόκο.Στα Τρίκαλα,το πρώτο εμπορικό-τραπεζικό κατάστημα το ίδρυσε ο κτηματίας Ηλίας Κοέν,ισραηλίτης στην καταγωγή,η περιουσία του οποίου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του διευθυντή της Ηπειροθεσσαλικής Τράπεζας,ανερχόταν σε 40.000-50.000 οθωμανικές λίρες.Η Τράπεζα Κοέν δάνειζε με ετήσιο τόκο 15-18%.
Κατά τα έτη 1900-1903,διευθυντής του τραπεζικού καταστήματος Ηλία Κοέν ήταν ο γιος του ιδρυτή,Χαΐμ Κοέν,ο οποίος για εργασία τριών χρόνων έλαβε αντιμισθία 56.000 δρχ.Τον Μάρτιο του 1908, η εφημερίδα "Αναγέννησις" κατηγόρησε το τραπεζικό κατάστημα Κοέν ότι καταστρατηγεί την αστυνομική διάταξη,η οποία όριζε ότι άπαντα τα καταστήματα θα παραμένουν κλειστά την Κυριακή,μέχρι το τέλος της λειτουργίας,29-3-1908.
Σύμφωνα με την κατάσταση αποβιωσάντων εκλογέων του Δήμου Τρικκαίων,ο Ηλίας Σεμίτ-Γριχ Κοέν απεβίωσε το 1921,σε ηλικία 85 ετών ("Αναγέννησις" 10-6-1922).Κατά προφορική μαρτυρία της οικογένειας Κοέν,ο Χαΐμ Ηλία Κοέν, γύρω στα 1915 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη,όπου αργότερα εξελέγη και γερουσιαστής.Μολονότι πλέον μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης,ο Χαΐμ Κοέν δεν διέκοψε τις επαφές του με τα Τρίκαλα,όπου ζούσε ο πατέρας του αλλά κι όπου ο ίδιος διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία.
Το 1924,ο Χαΐμ Κοέν διόρισε πληρεξούσιό του τον αργυραμοιβό,Ιωσήφ Σαμουήλ Ιωσήφ,κάτοικο Τρικάλων,προς τον οποίο χορήγησε τις εντολές να εισπράττει οφειλές,να εξοφλεί γραμμάτια και άλλα χρεωστικά έγγραφα,να εξαλείφει προσημειώσεις και υποθήκες,να αίρει κατασχέσεις,να πουλάει κτήματα κλπ.(Πληρεξούσιο υπ' αριθ 69183. Συμβολαιογράφος Γ. Χατζηγώγος).Σήμερα,οι απόγονοι του Ηλία Κοέν είναι εγκατεστημένοι στο Παρίσι,καταλήγει η συγγραφέας.
Η Τράπεζα Ιουδά Σολομών Μεγήρ και Σία
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς,αναφέρει η Μαρούλα Κλιάφα,ο ισραηλίτης Σολομών Μεγήρ συνέστησε τραπεζικό γραφείο.Πιθανολογείται ότι αυτό έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα.Αν και δεν διαθέτουμε συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία,τόσο ο οίκος Μεγήρ όσο και ο ίδιος έχαιραν της εκτίμησης των Τρικαλινών.
Αυτό εικάζεται και από το γεγονός ότι,κατά τις εκλογές του 1907 για την ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου στο πολιτικό νοσοκομείο,ο Σολομών Μεγήρ εξελέγη πρώτος σύμβουλος,με τριανταένα ψήφους διαφορά από τον δεύτερο.
Από την αρθρογραφία του τοπικού Τύπου πληροφορούμαστε ότι ο Σολομών Μεγήρ επί χρόνια διένειμε σε άπορους ομοθρήσκους του σιτάρι,ότι υπήρξε μεγάλος ευεργέτης του Γυμναστικού Συλλόγου Τρικάλων και ότι με τη διαθήκη του άφησε ένα κληροδότημα 7.500 δρχ. για να προικίζονται κάθε χρόνο έξι άπορες χριστιανές και έξι ισραηλίτισσες.
Το 1912,ο Σολομών Μεγήρ πέθανε και τη διεύθυνση της Τράπεζας ανέλαβε ο υιός του,Ιουδάς,ο οποίος με τους Μωυσή,Αβραάμ και Ροβέρτο Μεγήρ,ίδρυσαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Εταιρεία Ιουδά Σολομών Μεγήρ και Σία".
Η ιδιωτική Τράπεζα Μεγήρ,εγκαταστημένη σε ιδιόκτητο γραφείο,κοντά στην κεντρική πλατεία,συνέχισε απρόσκοπτα τις εργασίες της,παρέχοντας στους καταθέτες της ετήσιο τόκο 12%.
Οι φήμες,την άνοιξη του 1923,ότι η Τράπεζα Μεγήρ αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα αποδείχτηκαν κακόβουλες και η διεύθυνση της τράπεζας έσπευσε να δηλώσει ότι "το ταμείον μας είναι έτοιμον να εξόφληση πάντα ληξιπρόθεσμον λογαριασμόν των πελατών μας".(εφημερίδα Θάρρος,23-5-1923).
Πράγματι,συνεχίζει η συγγραφέας,παρά την ανώμαλη πολιτική κατάσταση,η Τράπεζα Μεγήρ συνέχισε ομαλά τη λειτουργία της ως το 1929,οπότε εμφανίστηκαν στον ορίζοντα τα πρώτα "σύννεφα".Τις διαδόσεις ότι,η τράπεζα κινδυνεύει να πτωχεύσει,επιχείρησε να διασκεδάσει ο εκπρόσωπος της εταιρείας Μωυσής Μεγήρ,ο οποίος με ανακοίνωσή του στον τοπικό Τύπο διαβεβαίωσε τους καταθέτες ότι τα χρήματα τους είναι εξασφαλισμένα,τόσο από το ενεργητικό της εταιρείας όσο και την υποθήκη της κτηματικής περιουσίας του Ιουδά Μεγήρ (Θάρρος,12-10-1929).
Δυστυχώς,οι φήμες για πτώχευση δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν.Το Νοέμβριο του 1930,ο Μωϋσής Μεγήρ παραδέχθηκε ότι υπάρχει οικονομική δυσπραγία,όχι όμως πτώχευση.Και για να καθησυχάσει τους καταθέτες,δήλωσε ότι "το ενεργητικόν της εταιρείας ημών είναι ασφαλώς τοποθετημένον εις ενυπόθηκους απαιτήσεις" (Θάρρος και Αναγέννησις, 30-11-1930).
Η εφ. "Αναγέννησις" επικρότησε τους ισχυρισμούς της τράπεζας,τονίζοντας ότι πρόκειται για οίκο,ο οποίος από την εποχή του ιδρυτή της ακόμα ποικιλοτρόπως έχει εξυπηρετήσει το τρικαλινό κοινό και συνέστησε όπως "αφεθή να εξελίχθη ομαλώς η κατάστασις",δεδομένου ότι η τράπεζα είχε ήδη πληρώσει σε διάφορους πιστωτές της 2.000.000. δρχ.,γεγονός που,κατά την εφημερίδα,αποδείκνυε την ειλικρίνεια της.
Παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές,κάποιοι καταθέτες υπέβαλαν αίτηση πτώχευσης και η Τράπεζα Μεγήρ τέθηκε υπό εκκαθάριση.Τις επόμενες μέρες,ο μέτοχος της τράπεζας Ροβέρτος Μεγήρ,με δήλωση του στον Τύπο αποκάλυψε ότι με την κατάθεση πτώχευσης τορπιλίστηκε "ο επιτευχθείς συνδυασμός της αναλήψεως των υποχρεώσεων της εταιρείας παρά του κ. Στάμου Αξελού,χρηματοδότου εκ Βόλου,με αντίκρυσμα τας ενυπόθηκους απαιτήσεις της εταιρείας" (Αναγέννησις, 2-12-1930).
Το Νοέμβριο του 1932,ύστερα από έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού κλητήρα του Πρωτοδικείου Τρικάλων,Στέφανου Σταύρου,διενεργήθηκε πλειστηριασμός της ενυπόθηκης διώροφης οικοδομής,ιδιοκτησίας κατά τα τρία τέταρτα του Ιουδά Μεγήρ,η οποία βρισκόταν παρά την κεντρική πλατεία,στη γωνία των τότε οδών Βενιζέλου και Κουμουνδούρου.Η οικοδομή-στον επάνω όροφο οικία και στο ισόγειο τέσσερα καταστήματα-είχε ολόκληρη εκτιμηθεί με το ποσό του 1.200.000 δρχ.Επειδή ανήκε στο Μεγήρ κατά τα τρία τέταρτα (900.000 δρχ.),ως πρώτη προσφορά στη δημοπρασία προτάθηκε το ποσό των 450.000 δρχ.(Αναγέννησις,21-11-1932).
Ένα χρόνο αργότερα,στις 19 Σεπτεμβρίου 1933,με σύνδικο τον Πέτρο Ζήση διενεργήθηκε στην αίθουσα του Πταισματοδικείου Τρικάλων ένας ακόμα πλειστηριασμός της υποθηκευμένης περιουσίας του τραπεζίτη Ιουδά Σολομών Μεγήρ.Συγκεκριμένα,βγήκαν σε πλειστηριασμό μια τριώροφη οικία στην εβραϊκή συνοικία και μια μονώροφη με οικόπεδο 600 τ.μ. που εκτιμήθηκαν με το ποσό των 500.000 δρχ. και ένα οικόπεδο 1.100 τ.μ. και τέσσερις σιταποθήκες που εκτιμήθηκαν με το ποσό των 100.000 δρχ. (Θάρρος,13-9-1933).
Τον Οκτώβριο του 1933,με αίτημα της Ενώσεως Πιστωτών της Τράπεζας Μεγήρ,διενεργήθηκε ένας ακόμα πλειστηριασμός μιας ισόγειας οικίας ιδιοκτησίας Αβραάμ Μεγήρ και ως πρώτη προσφορά ορίστηκε το ποσό των 31. 675 δρχ (Θάρρος 4-10-1933).
Κατά προφορικές μαρτυρίες,σύμφωνα με τη συγγραφέα,η διεύθυνση της τράπεζας,με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τους πλειστηριασμούς των παραπάνω ακινήτων,κάλυψε ένα μέρος από τις απαιτήσεις των καταθετών της.
Δύο ισραηλιτικές τράπεζες αποτέλεσαν το "μοχλό" του τραπεζικού συστήματος που λειτούργησε στα Τρίκαλα μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας,όπως προκύπτει από στοιχεία που συνέλεξε και δημοσιεύει στο βιβλίο της,με τίτλο "Η επιχειρηματικότητα στα Τρίκαλα (1881-1960):μια παραγνωρισμένη ιστορία",η Τρικαλινή συγγραφέας,Μαρούλα Κλιάφα.
Βασιζόμενη σε δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής εκείνης,αλλά και συμβολαιογραφικά στοιχεία,η κα Κλιάφα "ξεδιπλώνει" μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της το προφίλ και τη λειτουργία των τραπεζών "Ηλία Κοέν" και "Ιουδά Σολομών Μεγήρ και Σία",που διαδραμάτισαν ξεχωριστό ρόλο στο τρικαλινό τραπεζικό σύστημα,την περίοδο της λειτουργίας τους.
H Τράπεζα Ηλία Κοέν
Αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας εμφανίστηκαν οι πρώτοι χρηματιστές,οι οποίοι δάνειζαν χρήματα με υψηλό τόκο.Στα Τρίκαλα,το πρώτο εμπορικό-τραπεζικό κατάστημα το ίδρυσε ο κτηματίας Ηλίας Κοέν,ισραηλίτης στην καταγωγή,η περιουσία του οποίου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του διευθυντή της Ηπειροθεσσαλικής Τράπεζας,ανερχόταν σε 40.000-50.000 οθωμανικές λίρες.Η Τράπεζα Κοέν δάνειζε με ετήσιο τόκο 15-18%.
Κατά τα έτη 1900-1903,διευθυντής του τραπεζικού καταστήματος Ηλία Κοέν ήταν ο γιος του ιδρυτή,Χαΐμ Κοέν,ο οποίος για εργασία τριών χρόνων έλαβε αντιμισθία 56.000 δρχ.Τον Μάρτιο του 1908, η εφημερίδα "Αναγέννησις" κατηγόρησε το τραπεζικό κατάστημα Κοέν ότι καταστρατηγεί την αστυνομική διάταξη,η οποία όριζε ότι άπαντα τα καταστήματα θα παραμένουν κλειστά την Κυριακή,μέχρι το τέλος της λειτουργίας,29-3-1908.
Το 1912,με την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου,πολλοί Τρικαλινοί έσπευσαν πανικόβλητοι να αποσύρουν τις καταθέσεις τους,αλλά η τράπεζα Κοέν,για λόγους πρόνοιας,είχε αναστείλει τις εργασίες της.Αυτή είναι η τελευταία πληροφορία που αντλήθηκε από τον τοπικό Τύπο για την Τράπεζα Κοέν,επισημαίνει η Μαρούλα Κλιάφα.Παρά τις προσπάθειες δεν βρέθηκαν στοιχεία,αν η τράπεζα επαναλειτούργησε και πότε έκλεισε οριστικά.
Η οικία Κοέν |
Το 1924,ο Χαΐμ Κοέν διόρισε πληρεξούσιό του τον αργυραμοιβό,Ιωσήφ Σαμουήλ Ιωσήφ,κάτοικο Τρικάλων,προς τον οποίο χορήγησε τις εντολές να εισπράττει οφειλές,να εξοφλεί γραμμάτια και άλλα χρεωστικά έγγραφα,να εξαλείφει προσημειώσεις και υποθήκες,να αίρει κατασχέσεις,να πουλάει κτήματα κλπ.(Πληρεξούσιο υπ' αριθ 69183. Συμβολαιογράφος Γ. Χατζηγώγος).Σήμερα,οι απόγονοι του Ηλία Κοέν είναι εγκατεστημένοι στο Παρίσι,καταλήγει η συγγραφέας.
Η Τράπεζα Ιουδά Σολομών Μεγήρ και Σία
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς,αναφέρει η Μαρούλα Κλιάφα,ο ισραηλίτης Σολομών Μεγήρ συνέστησε τραπεζικό γραφείο.Πιθανολογείται ότι αυτό έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα.Αν και δεν διαθέτουμε συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία,τόσο ο οίκος Μεγήρ όσο και ο ίδιος έχαιραν της εκτίμησης των Τρικαλινών.
Αυτό εικάζεται και από το γεγονός ότι,κατά τις εκλογές του 1907 για την ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου στο πολιτικό νοσοκομείο,ο Σολομών Μεγήρ εξελέγη πρώτος σύμβουλος,με τριανταένα ψήφους διαφορά από τον δεύτερο.
Από την αρθρογραφία του τοπικού Τύπου πληροφορούμαστε ότι ο Σολομών Μεγήρ επί χρόνια διένειμε σε άπορους ομοθρήσκους του σιτάρι,ότι υπήρξε μεγάλος ευεργέτης του Γυμναστικού Συλλόγου Τρικάλων και ότι με τη διαθήκη του άφησε ένα κληροδότημα 7.500 δρχ. για να προικίζονται κάθε χρόνο έξι άπορες χριστιανές και έξι ισραηλίτισσες.
Το 1912,ο Σολομών Μεγήρ πέθανε και τη διεύθυνση της Τράπεζας ανέλαβε ο υιός του,Ιουδάς,ο οποίος με τους Μωυσή,Αβραάμ και Ροβέρτο Μεγήρ,ίδρυσαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Εταιρεία Ιουδά Σολομών Μεγήρ και Σία".
Η ιδιωτική Τράπεζα Μεγήρ,εγκαταστημένη σε ιδιόκτητο γραφείο,κοντά στην κεντρική πλατεία,συνέχισε απρόσκοπτα τις εργασίες της,παρέχοντας στους καταθέτες της ετήσιο τόκο 12%.
Οι φήμες,την άνοιξη του 1923,ότι η Τράπεζα Μεγήρ αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα αποδείχτηκαν κακόβουλες και η διεύθυνση της τράπεζας έσπευσε να δηλώσει ότι "το ταμείον μας είναι έτοιμον να εξόφληση πάντα ληξιπρόθεσμον λογαριασμόν των πελατών μας".(εφημερίδα Θάρρος,23-5-1923).
Πράγματι,συνεχίζει η συγγραφέας,παρά την ανώμαλη πολιτική κατάσταση,η Τράπεζα Μεγήρ συνέχισε ομαλά τη λειτουργία της ως το 1929,οπότε εμφανίστηκαν στον ορίζοντα τα πρώτα "σύννεφα".Τις διαδόσεις ότι,η τράπεζα κινδυνεύει να πτωχεύσει,επιχείρησε να διασκεδάσει ο εκπρόσωπος της εταιρείας Μωυσής Μεγήρ,ο οποίος με ανακοίνωσή του στον τοπικό Τύπο διαβεβαίωσε τους καταθέτες ότι τα χρήματα τους είναι εξασφαλισμένα,τόσο από το ενεργητικό της εταιρείας όσο και την υποθήκη της κτηματικής περιουσίας του Ιουδά Μεγήρ (Θάρρος,12-10-1929).
Δυστυχώς,οι φήμες για πτώχευση δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν.Το Νοέμβριο του 1930,ο Μωϋσής Μεγήρ παραδέχθηκε ότι υπάρχει οικονομική δυσπραγία,όχι όμως πτώχευση.Και για να καθησυχάσει τους καταθέτες,δήλωσε ότι "το ενεργητικόν της εταιρείας ημών είναι ασφαλώς τοποθετημένον εις ενυπόθηκους απαιτήσεις" (Θάρρος και Αναγέννησις, 30-11-1930).
Η εφ. "Αναγέννησις" επικρότησε τους ισχυρισμούς της τράπεζας,τονίζοντας ότι πρόκειται για οίκο,ο οποίος από την εποχή του ιδρυτή της ακόμα ποικιλοτρόπως έχει εξυπηρετήσει το τρικαλινό κοινό και συνέστησε όπως "αφεθή να εξελίχθη ομαλώς η κατάστασις",δεδομένου ότι η τράπεζα είχε ήδη πληρώσει σε διάφορους πιστωτές της 2.000.000. δρχ.,γεγονός που,κατά την εφημερίδα,αποδείκνυε την ειλικρίνεια της.
Παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές,κάποιοι καταθέτες υπέβαλαν αίτηση πτώχευσης και η Τράπεζα Μεγήρ τέθηκε υπό εκκαθάριση.Τις επόμενες μέρες,ο μέτοχος της τράπεζας Ροβέρτος Μεγήρ,με δήλωση του στον Τύπο αποκάλυψε ότι με την κατάθεση πτώχευσης τορπιλίστηκε "ο επιτευχθείς συνδυασμός της αναλήψεως των υποχρεώσεων της εταιρείας παρά του κ. Στάμου Αξελού,χρηματοδότου εκ Βόλου,με αντίκρυσμα τας ενυπόθηκους απαιτήσεις της εταιρείας" (Αναγέννησις, 2-12-1930).
Το Νοέμβριο του 1932,ύστερα από έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού κλητήρα του Πρωτοδικείου Τρικάλων,Στέφανου Σταύρου,διενεργήθηκε πλειστηριασμός της ενυπόθηκης διώροφης οικοδομής,ιδιοκτησίας κατά τα τρία τέταρτα του Ιουδά Μεγήρ,η οποία βρισκόταν παρά την κεντρική πλατεία,στη γωνία των τότε οδών Βενιζέλου και Κουμουνδούρου.Η οικοδομή-στον επάνω όροφο οικία και στο ισόγειο τέσσερα καταστήματα-είχε ολόκληρη εκτιμηθεί με το ποσό του 1.200.000 δρχ.Επειδή ανήκε στο Μεγήρ κατά τα τρία τέταρτα (900.000 δρχ.),ως πρώτη προσφορά στη δημοπρασία προτάθηκε το ποσό των 450.000 δρχ.(Αναγέννησις,21-11-1932).
Ένα χρόνο αργότερα,στις 19 Σεπτεμβρίου 1933,με σύνδικο τον Πέτρο Ζήση διενεργήθηκε στην αίθουσα του Πταισματοδικείου Τρικάλων ένας ακόμα πλειστηριασμός της υποθηκευμένης περιουσίας του τραπεζίτη Ιουδά Σολομών Μεγήρ.Συγκεκριμένα,βγήκαν σε πλειστηριασμό μια τριώροφη οικία στην εβραϊκή συνοικία και μια μονώροφη με οικόπεδο 600 τ.μ. που εκτιμήθηκαν με το ποσό των 500.000 δρχ. και ένα οικόπεδο 1.100 τ.μ. και τέσσερις σιταποθήκες που εκτιμήθηκαν με το ποσό των 100.000 δρχ. (Θάρρος,13-9-1933).
Τον Οκτώβριο του 1933,με αίτημα της Ενώσεως Πιστωτών της Τράπεζας Μεγήρ,διενεργήθηκε ένας ακόμα πλειστηριασμός μιας ισόγειας οικίας ιδιοκτησίας Αβραάμ Μεγήρ και ως πρώτη προσφορά ορίστηκε το ποσό των 31. 675 δρχ (Θάρρος 4-10-1933).
Κατά προφορικές μαρτυρίες,σύμφωνα με τη συγγραφέα,η διεύθυνση της τράπεζας,με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τους πλειστηριασμούς των παραπάνω ακινήτων,κάλυψε ένα μέρος από τις απαιτήσεις των καταθετών της.