Το κονάκι ήταν συνήθως τριώροφο λιθόκτιστο αρχοντικό φρουριακής αρχιτεκτονικής,που δέσποζε στο χωριό και στη γύρω από αυτό περιοχή.Σημαντικά στοιχεία για την λαϊκή αρχιτεκτονική του κάμπου της Θεσσαλίας μας δίνει ο προϊστάμενος της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων κ. Δημήτρης Παλιούρας.
Τα κονάκια
Ιδιαίτερη αναφορά ο κ. Παλιούρας κάνει για τα κονάκια. Το κονάκι ήταν συνήθως τριώροφο λιθόκτιστο αρχοντικό φρουριακής αρχιτεκτονικής,που δέσποζε στο χωριό και στη γύρω από αυτό περιοχή,δηλώνοντας έτσι τον πλούτο και την υπεροχή του τσιφλικά έναντι των υποτελών κολίγων.
Η θεμελίωση τους,για λόγους προστασίας από την υγρασία,γινόταν από αργολιθοδομή,η οποία προεξείχε ελάχιστα από τη στάθμη του εδάφους.Η ανωδομή τους κατασκευαζόταν από ωμά πλιθιά ενισχυμένα για μεγαλύτερη αντοχή με ξυλοδεσιές ανά τακτά διαστήματα.Τα πλιθιά κατασκεύαζε ο κάθε ιδιοκτήτης μόνος του ή με τη βοήθεια συγγενών και φίλων.Η στέγη τους ήταν δύριχτη για να υπάρχει πάντα η δυνατότητα προσθήκης και άλλου χώρου πλάι του και είχε ξύλινο σκελετό που καλυπτόταν από κεραμίδια βυζαντινού τύπου και σπανιότερα από φυτικές ύλες, γνωστά ως «χουρίδια».Το εσωτερικό τους ήταν απλό και αποτελούνταν συνήθως από δύο ή και τρεις χώρους,που χωρίζονταν υποτυπωδώς μεταξύ τους και συνοικούσαν ο' αυτούς μαζί τις περισσότερες φορές άνθρωποι και ζώα.Υπήρχε πάντα ο «νουντάς»,που ήταν το κύριο δωμάτιο της οικογένειας εξοπλισμένο με τα πλέον στοιχειώδη,όπως το τζάκι για τη θέρμανση τους χειμερινούς μήνες και κάποιες μεσάντρες εντοιχισμένες στους τοίχους για την τοποθέτηση των μικροαντικειμένων.Ο κινητός εξοπλισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος,αφού ο μεν ύπνος γινόταν κατάχαμα,το δε φαγητό γύρω από τη χαμηλή τάβλα.Το δάπεδο τους ήταν κατασκευασμένο από καλά πατημένο πηλό τον οποίο, όπως και τους τοίχους, παλάμιζαν με λεπτή στρώση αργιλικού υλικού ανακατεμένου με κοπριές ζώων.Πλάι στο χώρο αυτό ήταν το «αχούρι» για τα ζώα και παραπέρα ο αχυρώνας για την αποθήκευση των ζωοτροφών.Απαραίτητο στοιχείο της κατοικίας ήταν επίσης και το «μαειργιό»,που ήταν συνήθως στο μπροστινό μέρος του σπιτιού,στεγασμένο με προέκταση της στέγης,ενώ το υπόλοιπο μέρος της πρόσοψης καταλάμβανε το χαγιάτι,γνωστό ως «ξιόστι».Βασικό στοιχείο του μαειργιού ήταν η καμάρα με τη γάστρα για το ψήσιμο του ψωμιού και το μαγείρεμα του φαγητού.Απαραίτητο επίσης εξοπλισμό των σπιτιών αποτελούσαν το «αμπάρι» και οι «κουφίνες»,που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση των προϊόντων της χρονιάς.Μπροστά στο κάθε σπίτι υπήρχε πάντα ο «σοφάς»,που ήταν μία υπερυψωμένη κατασκευή,άλλοτε στρογγυλή και άλλοτε τετράγωνη, καλά παλαμισμένη που χρησιμοποιούνταν για τον ύπνο της οικογένειας τους καλοκαιρινούς μήνες.
Την ίδια περίοδο τα γειτονικά αστικά κέντρα Τρίκαλα,Λάρισα,Τύρναβος κ.ά. ήταν οργανωμένα σε μαχαλάδες,ανάλογα με τη θρησκευτική ομάδα που κατοικούσε σ' αυτές,όπως οι τούρκικοι,οι ελληνικοί,οι εβραϊκοί μαχαλάδες κ.ο.κ.
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων δεν διέφερε και πολύ μεταξύ τους.Ακολουθούσαν όλα τον τύπο του βορειοελλαδικού σπιτιού,γνωστού ευρύτερα ως «μακεδόνικου»,προσαρμοσμένο κάθε φορά στις τοπικές συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή.Ήταν λιθόκτιστα κτήρια φρουριακής αρχιτεκτονικής με ελάχιστα σιδερόφρακτα παράθυρα στο ισόγειο,που πληθαίνουν σταδιακά στους παραπάνω ορόφους.Οι όροφοι τους ήταν κατασκευασμένοι από ελαφριά κατασκευή,όπως ο τσατμάς ή το μπαγδατί και πρόβαλλαν προς όλες τις κατευθύνσεις έξω από το περίγραμμα της βάσης του κτηρίου,δημιουργώντας τα γνωστά σαχνισιά που ήταν διάτρητα από παράθυρα και φεγγίτες.Τα σαχνισιά αύξαναν τη επιφάνεια του ορόφου, που αποτελούσε και την κύρια διαμονή της οικογένειας.Όταν το ισόγειο ακολουθούσε την ελικοειδή ρυμοτομική γραμμή του μεσαιωνικού πολεοδομικού ιστού, αυτά είχαν τριγωνική μορφή ώστε να τετραγωνίζουν τους χώρους του ορόφου.Στηρίζονταν με κοιλόκυρτα φουρούσια σε μια μεγάλη ποικιλία μορφών και σχημάτων και σπανιότερα με ξύλινες αντηρίδες.Στεγάζονταν με ξύλινες πολυκλινείς στέγες, που προεξείχαν έντονα περιμετρικά,για να προστατεύουν τους ευαίσθητους τσατμαδένιους τοίχους από τις βαριές καιρικές συνθήκες του χειμώνα και να ρυθμίζουν την είσοδο της ηλιακής ακτινοβολίας τους καλοκαιρινούς μήνες.Η επικάλυψη των στεγών γίνονταν με χειροποίητα κεραμίδια βυζαντινού τύπου,τα ονομαζόμενα «λούκια».Πάντα τα σπίτια περιφράσσονταν με ψηλούς λιθόκτιστους αυλόγυρους,ώστε να επεκτείνεται η ιδιωτική ζωή της οικογένειας στους ημιυπαίθριους και υπαίθριους χώρους του σπιτιού,προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών.Σπίτια αυτής της περιόδου σώζονται αρκετά στην πόλη των Τρικάλων στη συνοικία Βαρούσι.
Τα κονάκια
Ιδιαίτερη αναφορά ο κ. Παλιούρας κάνει για τα κονάκια. Το κονάκι ήταν συνήθως τριώροφο λιθόκτιστο αρχοντικό φρουριακής αρχιτεκτονικής,που δέσποζε στο χωριό και στη γύρω από αυτό περιοχή,δηλώνοντας έτσι τον πλούτο και την υπεροχή του τσιφλικά έναντι των υποτελών κολίγων.
Ήταν ενισχυμένο τις περισσότερες φορές με αμυντικό πυργίσκο,που ήταν διάτρητος από πολεμίστρες για την άμυνα των ενοίκων σε περίπτωση κινδύνου,ενώ χρησιμοποιούνταν πολλές φορές και ως παρατηρητήριο των γειτονικών εκτάσεων που ανήκαν στο κονάκι.Περιβαλλόταν περιμετρικά από τα προσκτίσματά του που είχαν διάφορες χρήσεις (αποθήκες,στάβλοι και άλλοι βοηθητικοί χώροι) και δημιουργούσαν έτσι μια κλειστή αυλή για λόγους ασφαλείας.Ο περιμετρικός αυτός περίβολος ήταν ενισχυμένος συνήθως με αμυντικούς πυργίσκους στις γωνίες του για τη μεγαλύτερη ασφάλεια του.Τα κονάκια χρησιμοποιούνταν ως εποχιακή κατοικία του γαιοκτήμονα και αποτελούσαν συγχρόνως το κτηματικό του γραφείο και το χώρο διαμονής της μόνιμης φρουράς του.Με το μέγεθος τους δέσποζαν στην περιοχή τους και ήταν σημεία αναφοράς για τους κατοίκους της πεδινής Θεσσαλίας.Κονάκια αυτής της περιόδου σώζονται ελάχιστα στην περιοχή μας.Την ίδια περίοδο τα σπίτια των αγροτών κολίγων,αναπτύσσονταν περιμετρικά του κονακιού και κατά τον οριζόντιο άξονα τους.Ήταν απλές κατασκευές,τόσο στη δομή,όσο και στην οργάνωση του χώρου τους.Αποτελούσαν τον χαρακτηριστικότερο τύπο της προσθετικής αρχιτεκτονικής,δηλαδή πλάι στον ένα χώρο χτιζόταν και άλλος κ.ο.κ.,σύμφωνα με τις ανάγκες που δημιουργούνταν κάθε φορά στην οικογένεια.Το αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς πρόσθεσης νέων χώρων,αναφέρει ο προϊστάμενος της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, ήταν οι μεγάλες σε μήκος κατασκευές, γνωστές στην περιοχή μας ως «σαρτάρες».
Η κατασκευή τους ήταν απλή και τα υλικά δομής τους ήταν αυτά που έβρισκαν σε αφθονία στο άμεσο περιβάλλον τους, όπως χώμα,ξύλα,χόρτα κλπ.Η θεμελίωση τους,για λόγους προστασίας από την υγρασία,γινόταν από αργολιθοδομή,η οποία προεξείχε ελάχιστα από τη στάθμη του εδάφους.Η ανωδομή τους κατασκευαζόταν από ωμά πλιθιά ενισχυμένα για μεγαλύτερη αντοχή με ξυλοδεσιές ανά τακτά διαστήματα.Τα πλιθιά κατασκεύαζε ο κάθε ιδιοκτήτης μόνος του ή με τη βοήθεια συγγενών και φίλων.Η στέγη τους ήταν δύριχτη για να υπάρχει πάντα η δυνατότητα προσθήκης και άλλου χώρου πλάι του και είχε ξύλινο σκελετό που καλυπτόταν από κεραμίδια βυζαντινού τύπου και σπανιότερα από φυτικές ύλες, γνωστά ως «χουρίδια».Το εσωτερικό τους ήταν απλό και αποτελούνταν συνήθως από δύο ή και τρεις χώρους,που χωρίζονταν υποτυπωδώς μεταξύ τους και συνοικούσαν ο' αυτούς μαζί τις περισσότερες φορές άνθρωποι και ζώα.Υπήρχε πάντα ο «νουντάς»,που ήταν το κύριο δωμάτιο της οικογένειας εξοπλισμένο με τα πλέον στοιχειώδη,όπως το τζάκι για τη θέρμανση τους χειμερινούς μήνες και κάποιες μεσάντρες εντοιχισμένες στους τοίχους για την τοποθέτηση των μικροαντικειμένων.Ο κινητός εξοπλισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος,αφού ο μεν ύπνος γινόταν κατάχαμα,το δε φαγητό γύρω από τη χαμηλή τάβλα.Το δάπεδο τους ήταν κατασκευασμένο από καλά πατημένο πηλό τον οποίο, όπως και τους τοίχους, παλάμιζαν με λεπτή στρώση αργιλικού υλικού ανακατεμένου με κοπριές ζώων.Πλάι στο χώρο αυτό ήταν το «αχούρι» για τα ζώα και παραπέρα ο αχυρώνας για την αποθήκευση των ζωοτροφών.Απαραίτητο στοιχείο της κατοικίας ήταν επίσης και το «μαειργιό»,που ήταν συνήθως στο μπροστινό μέρος του σπιτιού,στεγασμένο με προέκταση της στέγης,ενώ το υπόλοιπο μέρος της πρόσοψης καταλάμβανε το χαγιάτι,γνωστό ως «ξιόστι».Βασικό στοιχείο του μαειργιού ήταν η καμάρα με τη γάστρα για το ψήσιμο του ψωμιού και το μαγείρεμα του φαγητού.Απαραίτητο επίσης εξοπλισμό των σπιτιών αποτελούσαν το «αμπάρι» και οι «κουφίνες»,που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση των προϊόντων της χρονιάς.Μπροστά στο κάθε σπίτι υπήρχε πάντα ο «σοφάς»,που ήταν μία υπερυψωμένη κατασκευή,άλλοτε στρογγυλή και άλλοτε τετράγωνη, καλά παλαμισμένη που χρησιμοποιούνταν για τον ύπνο της οικογένειας τους καλοκαιρινούς μήνες.
Την ίδια περίοδο τα γειτονικά αστικά κέντρα Τρίκαλα,Λάρισα,Τύρναβος κ.ά. ήταν οργανωμένα σε μαχαλάδες,ανάλογα με τη θρησκευτική ομάδα που κατοικούσε σ' αυτές,όπως οι τούρκικοι,οι ελληνικοί,οι εβραϊκοί μαχαλάδες κ.ο.κ.
Η αρχιτεκτονική των σπιτιών των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων δεν διέφερε και πολύ μεταξύ τους.Ακολουθούσαν όλα τον τύπο του βορειοελλαδικού σπιτιού,γνωστού ευρύτερα ως «μακεδόνικου»,προσαρμοσμένο κάθε φορά στις τοπικές συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή.Ήταν λιθόκτιστα κτήρια φρουριακής αρχιτεκτονικής με ελάχιστα σιδερόφρακτα παράθυρα στο ισόγειο,που πληθαίνουν σταδιακά στους παραπάνω ορόφους.Οι όροφοι τους ήταν κατασκευασμένοι από ελαφριά κατασκευή,όπως ο τσατμάς ή το μπαγδατί και πρόβαλλαν προς όλες τις κατευθύνσεις έξω από το περίγραμμα της βάσης του κτηρίου,δημιουργώντας τα γνωστά σαχνισιά που ήταν διάτρητα από παράθυρα και φεγγίτες.Τα σαχνισιά αύξαναν τη επιφάνεια του ορόφου, που αποτελούσε και την κύρια διαμονή της οικογένειας.Όταν το ισόγειο ακολουθούσε την ελικοειδή ρυμοτομική γραμμή του μεσαιωνικού πολεοδομικού ιστού, αυτά είχαν τριγωνική μορφή ώστε να τετραγωνίζουν τους χώρους του ορόφου.Στηρίζονταν με κοιλόκυρτα φουρούσια σε μια μεγάλη ποικιλία μορφών και σχημάτων και σπανιότερα με ξύλινες αντηρίδες.Στεγάζονταν με ξύλινες πολυκλινείς στέγες, που προεξείχαν έντονα περιμετρικά,για να προστατεύουν τους ευαίσθητους τσατμαδένιους τοίχους από τις βαριές καιρικές συνθήκες του χειμώνα και να ρυθμίζουν την είσοδο της ηλιακής ακτινοβολίας τους καλοκαιρινούς μήνες.Η επικάλυψη των στεγών γίνονταν με χειροποίητα κεραμίδια βυζαντινού τύπου,τα ονομαζόμενα «λούκια».Πάντα τα σπίτια περιφράσσονταν με ψηλούς λιθόκτιστους αυλόγυρους,ώστε να επεκτείνεται η ιδιωτική ζωή της οικογένειας στους ημιυπαίθριους και υπαίθριους χώρους του σπιτιού,προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών.Σπίτια αυτής της περιόδου σώζονται αρκετά στην πόλη των Τρικάλων στη συνοικία Βαρούσι.
Τα κονάκια των Τρικάλων
Τα κονάκια που είναι διάσπαρτα στα καμποχώρια των Τρικάλων επιβεβαιώνουν την ασέβεια στην ίδια μας στην πολιτιστική κληρονομιά.Δηλαδή,στην ίδια μας την ύπαρξη.
Ζωντανά μνημεία της περιόδου της μεγάλης ιδιοκτησίας γης,τα κονάκια,αφηγούνται την ιστορία τους.Μία ιστορία άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεότερη ιστορία του τόπου μας.Μόνο που κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να την ακούσει.
Τα περισσότερα απ’ αυτά χτίστηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους,από τους μπέηδες,αλλά και τους τσιφλικάδες που τους διαδέχθηκαν.
Τα κονάκια,που δέσποζαν στην περιοχή του τσιφλικιού, ήταν η κατοικία του ιδιοκτήτη.Γύρω από το κεντρικό κτίριο υπήρχαν πολλά δευτερεύοντα οικήματα,αποθηκευτικοί χώροι κ.λ.π.
Λίγα απ’ αυτά συντηρήθηκαν και αξιοποιήθηκαν ως πολιτιστικοί χώροι από τους Δήμους που έδειξαν ενδιαφέρον να διασώσουν ότι απέμεινε από την ιστορία του τόπου.
Ζωντανά μνημεία της περιόδου της μεγάλης ιδιοκτησίας γης,τα κονάκια,αφηγούνται την ιστορία τους.Μία ιστορία άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεότερη ιστορία του τόπου μας.Μόνο που κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να την ακούσει.
Τα περισσότερα απ’ αυτά χτίστηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους,από τους μπέηδες,αλλά και τους τσιφλικάδες που τους διαδέχθηκαν.
Τα κονάκια,που δέσποζαν στην περιοχή του τσιφλικιού, ήταν η κατοικία του ιδιοκτήτη.Γύρω από το κεντρικό κτίριο υπήρχαν πολλά δευτερεύοντα οικήματα,αποθηκευτικοί χώροι κ.λ.π.
Λίγα απ’ αυτά συντηρήθηκαν και αξιοποιήθηκαν ως πολιτιστικοί χώροι από τους Δήμους που έδειξαν ενδιαφέρον να διασώσουν ότι απέμεινε από την ιστορία του τόπου.
Τα κονάκια της Μεγάρχης
Ένα από τα πολλά παραδείγματα της έλλειψης ευαισθησίας και ενδιαφέροντος είναι και τα κονάκια της Μεγάρχης.Πρόκειται για δύο παραδοσιακά κτίσματα εντός του χωριού που χρονολογούνται από την εποχή της Τουρκοκρατίας.Το ένα από τα δύο είναι μισογκρεμισμένο.Το άλλο,σε πείσμα της αδιαφορίας και της εγκατάλειψης,παραμένει όρθιο.Το συγκεκριμένο κτίσμα χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα.Είναι ένα περίτεχνο κτίσμα το οποίο υπέστη μετατροπές στο πέρασμα των χρόνων.Μειώθηκε το ύψος του και ξηλώθηκαν οι πολεμίστρες που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα έστεκαν περιμετρικά του κτιρίου για να προστατεύουν τους ενοίκους τους από επιδρομές ληστών.Το κονάκι της Περιστέρας
Μέσα στο χωριό της Περιστέρας του Δήμου Βασιλικής σώζεται το κονάκι του μπέη του τσιφλικιού (και μετά την απελευθέρωση του Έλληνα ιδιοκτήτη του),ένα πέτρινο κτίσμα με αυλόγυρο,που έχει κριθεί διατηρητέο.Το κτίσμα χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου από κατοίκους της περιοχής αλλά και από καταδιωκόμενους που ήρθαν από το νομό Γρεβενών.Το κονάκι της Πηγής
Το 2003,η τότε δημοτική αρχή του κ. Νίκου Τόλια,αποφάσισε να προχωρήσει στην αγορά του διατηρητέου της Πηγής που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού.Πρόκειται για το κονάκι του χωριού το οποίο έχτισαν οι τσιφλικάδες λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση,στις αρχές του περασμένου αιώνα και το οποίο παραμένει όρθιο σε πείσμα της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας.Το κονάκι των Μεγάλων Καλυβίων
Τα Μεγάλα Καλύβια στην Τουρκοκρατία ήταν τσιφλίκι του Αλή Πασά και αργότερα του γιου του Βελή Πασά.Ο Βελή Πασάς όσο διοικούσε την περιοχή έφτιαξε την προσωπική του κατοικία στο κέντρο του χωριού,το Κονάκι.Ήταν περίτεχνα φτιαγμένο με τριανταπέντε δωμάτια,με εσωτερικά λουτρά και τουαλέτες.Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά,ο Σουλτάνος δώρισε το χωριό στη χήρα του εγγονού του Αλή,Ισμαήλ Πασά.Το Κονάκι μέχρι την απελευθέρωση αποτέλεσε την επίσημη κατοικία του Τούρκου αφέντη και το διοικητήριο της ευρύτερης περιοχής ενώ μετά την απελευθέρωση ήταν η έδρα του διοικητή του τσιφλικιού του Κωνσταντίνου Ζάππα–πλούσιου Έλληνα ομογενή στη Ρουμανία που αγόρασε τα Μεγάλα Καλύβια κι άλλα χωριά–που ήταν ο ανιψιός του ιδιοκτήτη Απόστολος Ζάππας.Σώζεται έως σήμερα και το 1995 χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο κτίσμα από το Υπουργείο Πολιτισμού.Από το 1976 στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο των Μεγάλων Καλυβίων.Το κονάκι της Πατουλιάς
Πέτρινο κτήριο το οποίο βρίσκεται στην Πατουλιά και επί Τουρκοκρατίας ήταν το σπίτι του Αγά της περιοχής.Με την απελευθέρωση το αγόρασε το γένος Ζουρνατζή και το διατηρούν μέχρι σήμερα κατέχοντας βέβαια μόνο το 1/10 της έκτασης που είχε τότε ο Αγάς.Σήμερα ιδιοκτήτης του είναι ο κ. Αναστάσιος Ζουρνατζής,γόνος του Κωνσταντίνου Ζουρναντζή ενός γαιοκτήμονα που στις αρχές του 20ου αιώνα απασχολούσε στα χωράφια του ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Πατουλιάς.Σ' αυτό το κτήριο γυρίστηκε το 1965 η γνωστή ελληνική ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο»,που αναπαριστούσε με ζωντανό τρόπο τις σχέσεις τσιφλικάδων και κολλήγων."Eδώ στη χώρα των κυκλώπων
στη γη που θέλουνε τσιφλίκια,
ποτέ μη γίνεσαι τσανάκι .
ποτέ μη γίνεσαι τσανάκι .
Δείξε τη δύναμη που έχεις,
αλλιώς τη γη σου δεν τη βλέπεις ποτέ δικιά σου…
αλλιώς τη γη σου δεν τη βλέπεις ποτέ δικιά σου…
Είλωτας θα΄ σαι μια ζωή ...."