Οι Βλάχοι
Θα διευκρινίσουμε τον όρο "Βλάχος" με τα λόγια του ρωμανιστή-βαλκανιολόγου Δρ. Αχιλλέα Λαζάρου.Εγκατάσταση των Βλάχων στις ορεινές περιοχές |
Οι πιο πιθανές ρίζες της λέξης Βλάχος είναι οι παρακάτω:
1. Από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος,αλλοεθνής,όχι Σέρβος αλλά λατινόφωνος.2. Από την Γερμανική λέξη Walechen που επίσης σημαίνει ξένος,μη Γερμανός αλλά λατινόφωνος.
3. Από τον αιγυπτιακό όρο φελάχ(αγρότης),αυτόν δηλαδή που ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
4. Από την λέξη Volcae,μία κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο.
5. Από την συνένωση των λέξεων valles (βάλε=κοιλάδα) και aqua (άκουα=νερό) δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων.Σαν ποιμενικός λαός δηλαδή τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσαν φροντίζοντας τα ζώα τους κοντά στο (απαραίτητο) νερό.
6. Προέλευση από την αρχαιο-ελληνική λέξη Βληχή:Μία πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή είναι ότι η λέξη Βλάχος είναι ίσως εξέλιξη της αρχαιοελληνικής λέξης βληχή παράγωγη του ρήματος Βληχάομαι-βληχωμαι (με περισπωμένη) που θα πει βελάζω.Από το ουσιαστικό βληχή(δωρικά βλαχά) της δωρικής διαλέκτου ίσως προήλθε η λέξη βλάχα.Φυσικά ο άνθρωπος δε βελάζει,αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο κτηνοτρόφος Βλήχος ή Βλάχος μιμείται το βέλασμα του προβάτου και με αυτό τον τρόπο το καλεί όταν χάσει ένα από το κοπάδι.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο όρος υπήρχε πολύ πριν την αττική διάλεκτο και μάλιστα υπήρχε αυτούσιος στους αρχαίους συγγραφείς μας.Οπότε κάθε αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την επακριβή λέξη 2.000–2.500 χρόνια πριν και να αναρωτηθεί μήπως Βλάχοι προβατοτρόφοι πήγαν από την Νότια Ελλάδα προς τον Βορρά και πήραν μαζί τους τον όρο.Γιατί η πιθανότητα να ήρθε ακριβώς η ίδια λέξη από αλλού είναι μάλλον αρκετά δύσκολο να συνέβη.
Η εκλατίνιση των κατακτηθέντων λαών κατά την εξάπλωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ιστορικά αποδεδειγμένη και πιστεύω ότι αποτελεί το σημείο κλειδί στην ιστορία των Βλάχων.Οι πρώτοι στο χώρο των Βαλκανίων που εκλατινίζονται συναντώνται στην σημερινή Βόρεια Ήπειρο.Είναι η πρώτη φορά που ο Ελληνισμός της Αδριατικής δέχεται την πίεση των Ιλλυριών (ο λαός που ζούσε πάνω από τον Γεννούσο ποταμό–περίπου στην σημερινή Βόρεια Αλβανία) και πρώτοι οι Κερκυραίοι (γύρω στο 229 π.Χ.),ζητούν την βοήθεια των Ρωμαίων.Οι Ρωμαίοι έρχονται για βοήθεια αλλά έχουν προβλήματα με τους Καρχηδόνιους και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς,οπότε ζητούν την βοήθεια των Ελλήνων της σημερινής Βόρειας Ηπείρου καθώς και των Ελληνικών πόλεων που βρίσκονται κατά μήκος των Αδριατικών ακτών,αλλά για να γίνει η στρατιωτική συνεννόηση,επιβάλλεται να χρησιμοποιούν την Λατινική γλώσσα,η οποία έκτοτε έγινε απαραίτητο εργαλείο διοικητικών επικοινωνιών και δημοσίων σχέσεων.
Συμπερασματικά μετά και την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.,ο εκεί Ελληνισμός χρησιμοποιείται σε δημόσιες θέσεις καθώς και για την φρούρηση των συνόρων από βορειότερους εισβολείς και έτσι επέρχεται κατά νησίδες και ζώνες μία σταδιακή διγλωσσία στον Βορειοελλαδικό χώρο που επιβιώνει διαμέσου των αιώνων σε αυτό που εμείς σήμερα λέμε Βλάχοι.Η τακτική των Ρωμαίων άλλωστε σε όλες τις χώρες που κατακτούσαν,ήταν να συγκροτούν πρώτα στρατό και μετά δημόσιες υπηρεσίες.Μα και για το ένα και για το άλλο,χρησιμοποιούσαν -πολύ έξυπνα- μόνο ντόπιους,πλαισιωμένους από υψηλόβαθμους Ρωμαίους.Σε εποχές και μέρη όμως με υψηλό φρόνημα αντίστασης, οι Ρωμαίοι συγκροτούσαν και ένοπλα τμήματα με σκοπό αφ’ ενός την διατήρηση της τάξης στην περιοχή,αφ ‘ετέρου δε την διατήρηση της ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των βουνών όπου και τα πιο ανυπότακτα στοιχεία.Αυτές οι στρατιωτικές ομάδες συγκροτούνταν από ντόπιους άντρες -οι οποίοι σαν αντάλλαγμα έπαιρναν κάποια χωράφια- και οι οποίοι αποκαλούνταν armati (αρμάτι),όρο που οι Βλαχόφωνοι στο πέρασμα των αιώνων έκαναν αρμάτουλου και αρματόλι,τα οποία αργότερα ελληνοποιήθηκαν στα αρματολός και αρματολοί. Είναι εξακριβωμένο ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ντόπιους Έλληνες ως φρουρούς,γιατί ούτε περίσσευμα δυνάμεων είχαν, ούτε την πρόκληση ή ενόχληση του ντόπιου πληθυσμού ήθελαν.Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την άποψη του Μιχαήλ Χρυσοχόου ο οποίος ήταν αξιωματικός και χαρτογράφος του στρατού και ο οποίος με την ιδιότητα του χαρτογράφου μελέτησε την μορφολογία της οροσειράς της Πίνδου και τα παλιά τοπωνύμια και τις παραδόσεις των χωριών.Επίσης του είχε κάνει εντύπωση πως όλες οι εγκαταστάσεις των Βλάχων ήταν στην Πίνδο και στον Βαρνούντα.Το συμπέρασμα και αυτού ήταν ότι η πρώτη διαμόρφωση του λαού των Βλάχων προήλθε από τις οροφυλακές τις οποίες εγκατέστησαν οι Ρωμαίοι. Παρατηρεί ότι η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την Μακεδονία και την Θεσσαλία προς τα ανατολικά, και την Ιλλυρία και την Ήπειρο προς τα δυτικά.Η Πίνδος δηλαδή ήταν ένας κεντρικός κόμβος και μπορούσε κανείς να ελέγξει άνετα κάθε κίνηση από το ανατολικό στο δυτικό τμήμα και αντίστροφα.Η οροσειρά αυτή είναι παράλληλη προς την ανατολική ακτή του Αδριατικού πελάγους και αποτελεί μία αμυντική γραμμή πρώτης τάξεως,την σημασία της οποίας είχαν αντιληφθεί οι Ρωμαίοι γι αυτό και θέλησαν να γίνουν οι κυρίαρχοί της .
Με τον τρόπο που περιέγραψα η γλώσσα των Ρωμαίων (η γλώσσα των λεγεωνάριων) εξαπλώθηκε από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι και τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο.Όσοι εκλατινίστηκαν την εποχή αυτή δέχτηκαν τους επόμενους αιώνες επιδρομές από νέους κατακτητές (Σλάβους, Γερμανούς, Άραβες),στις γλώσσες τους εισήχθησαν νέες λέξεις και έτσι τελικά φτάσαμε στη διαμόρφωση των σύγχρονων γλωσσών όπως η ιταλική,γαλλική,ισπανική,πορτογαλική,ελβετική,ρουμανική,αρωμανική.Η εκλατίνιση των πληθυσμών της Βαλκανικής κράτησε από το 167 π.Χ. μέχρι και το 397 μ.Χ. δηλ. μέχρι την εποχή του διαχωρισμού του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους από το Δυτικό,τα δε λατινικά παρέμειναν η πρώτη επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ηρακλείου.
Έτσι πιστεύεται ότι διαμορφώθηκε δηλαδή η βλάχικη γλώσσα,η οποία γεννήθηκε στην ραχοκοκαλιά της Πίνδου,για να καταλήξει σαν μία δεύτερη φτωχότερη γλώσσα η οποία χρησιμοποιούνταν μόνο ενδο-οικογενειακώς,ενώ η πλουσιότατη Ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούνταν στις έξω συναλλαγές καθώς επίσης και στα συγγράμματα.
Χάρτης του Αστέριου Κουκούδη. |
Και συνεχίζει ο Κούμας: «εν γένει οι Βλάχοι συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτε εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνική διαφοράν προς αλλήλους,καθώς και τω όντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα».
Το κείμενο αυτό γράφηκε το 1832,όταν τα εθνικιστικά πάθη στην Βαλκανική χερσόνησο ήταν άγνωστα, και συνεπώς δεν υπηρετούν καμιάς μορφής προπαγάνδα.Κατά την Τουρκοκρατία οι Βλάχοι εμφανίζονται ως ένας άρτια συγκροτημένος πληθυσμός.Είναι υπό την προστασία της Βαλιντέ σουλτάνας (δηλαδή της μητέρας του Σουλτάνου),γεγονός που τους εξασφαλίζει σχετική ανεξαρτησία με καταβολή ασήμαντου σχετικά φόρου.Φτιάχνουν τα περίφημα τσελιγκάτα (πρωτοπόροι αυτόνομοι κτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί),τα αρματολίκια,τους βρίσκουμε κτηνοτρόφους,αγωγιάτες,βιοτέχνες,τεχνίτες κι εμπόρους.Κατά τον 16ο - 17ο αι. μ.Χ. οργανώνονται αρκετές βλάχικες κοινότητες οι οποίες και ακμάζουν πάρα πολύ.Επίσης σημαντικές είναι οι κοινότητες της Βουδαπέστης και της Βιέννης οι οποίες αποτέλεσαν ελληνικά κέντρα και φυτώρια της ελληνικής παιδείας.Κατά τον 18ο αι. μ.Χ. με την ανάπτυξη του εμπορίου πολλοί Βλάχοι μεταναστεύουν στις Ρωσία,Ουγγαρία,Αυστρία,Σερβία και φυσικά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία,Μολδαβία,οι οποίες το 1859 ενώνονται για να φτιάξουν τη σύγχρονη Ρουμανία),οι οποίες την εποχή εκείνη είναι ημιαυτόνομες περιοχές.Εκεί οι Βλάχοι αποτελούν την αστική τάξη μαζί με τους Φαναριώτες (επιφανείς Έλληνες από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης που αποτελούν την άρχουσα τάξη).Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες γλώσσα της διοίκησης,των κοινωνικών σχέσεων,της αστικής τάξης και γενικότερα γλώσσα της διαβαλκανικής συνεννοήσεως είναι η ελληνική.Η δε προσφορά της ελληνορθόδοξης παιδείας στη διαμόρφωση του εκεί πληθυσμού είναι τόσο σημαντική (με σχολεία,Έλληνες λόγιους,ελληνικά βιβλία) ώστε ουσιαστικά την εποχή εκείνη δεν γίνονταν διάκριση ανάμεσα σε ντόπιους Μολδαβούς και Έλληνες.
Η άνθηση αυτή των Βλάχικων κοινοτήτων διακόπτεται με τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των εθνικών κρατών που βρίσκει τους Βλάχους διασκορπισμένους σε όλη την βαλκανική.Όπως είναι γνωστό,η διάχυση των πληθυσμών σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο είχε τέτοια έκταση,ώστε στάθηκε αδύνατο να συμπεριλάβουν τα νέα κράτη μόνο ομοεθνείς πληθυσμούς,με τα γνωστά αποτελέσματα των ατέλειωτων πολέμων και τις ανταλλαγές πληθυσμών που ζούμε μέχρι και σήμερα.Οι Βλάχοι από τη μεριά τους δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν το δικό τους εθνικό κράτος και αυτό πιστεύω ότι αποδεικνύει το ότι ποτέ δεν ένιωσαν ότι ήταν μία ξεχωριστή εθνότητα. Αντίθετα οι επιφανείς Βλάχικες οικογένειες υποστήριξαν με κάθε τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα.Τελικά η χάραξη των συνόρων διαμοιράζει τους Βλάχους σε 4 διαφορετικά κράτη,στην Ελλάδα,στην Αλβανία,στη Σερβία και στη Ρουμανία.
Συμπερασματικά,κοιτώντας την πολυκύμαντη ιστορία των Βαλκανίων,την ονομαζόμενη και "πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης",το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε,είναι ότι εδώ και εκατοντάδες χρόνια οι Βλάχοι είναι κάτοικοι της Βαλκανικής,ανήκαν στη Βυζαντινή και μετέπειτα Οθωμανική αυτοκρατορία,ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι,μιλούσαν ένα λατινικό ιδίωμα αλλά ανέκαθεν είχαν ελληνική συνείδηση,εκκλησιάζονταν και μορφώνονταν στα Ελληνικά.
Η πρώτη εικόνα είναι από το βιβλίο του Μ.Χρυσοχόου "Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι*,1909"
* Κουτσόβλαχοι:πολιτικογεωγραφικός όρος.Είναι η ελληνική απόδοση του τούρκικου Κιουτσούκ Βαλάχ (Μικρόβλαχοι),κάτοικοι δηλαδή της Μικρής Βλαχίας.Έτσι ονόμαζαν οι Οθωμανοί τους Βλάχους κατοίκους της Θεσσαλίας στην πρώιμη Τουρκοκρατία σε αντιδιαστολή με τους Μπουγιούκ Βαλάχ (Μεγαλόβλαχους),κατοίκους δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας,όπως ονομαζόταν η περιοχή της Μουντένια,δηλαδή η Βλαχία του Δουνάβεως.Ο πολιτικογεωγραφικός όρος χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν από την πρώιμη ρουμανική ιστοριογραφία (17ος-19ος αι.) και πέρασε ως τεχνικός όρος στις συμφωνίες Βενιζέλου-Μαγιορέσκου το 1913
Οι Χασιώτες
με έναν γιο του Οδυσσέα και της Καλλιδίκης,βασίλισσας των Θεσπρωτών.Δυο ήρωες Λαπίθες ο Πειρίθους,πατέρας του Πολυποίτη και ο Θησεύς,έχουν μια περιπέτεια στον χώρο που εντοπίζεται στην Θεσπρωτία.Τέλος η σύναψη Λαπιθών και Μολοσσών (Ιλλυρικό φύλο) σε εγκαταστάσεις τους στη Νότια Ελλάδα,δικαιολογεί το ερώτημα,μήπως συνέπραξαν στον δρόμο που τους έφερε ως εκεί από την Πίνδο.Σύμφωνα με την Ομηρική μαρτυρια,οι Λαπίθες κατείχαν ,κοντά στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής,τις πόλεις:Άργισσα,Γυρτώνη,Ορθρή,Ηλωνή,Ολόσσωνα που εντοπίζονται στην βόρεια Πελασγιώτιδα και τη Νότια Περραιβία όπως άλλωστε οι πόλεις Λάρισα,Μόψιον και τα βουνά Όσσα και Ομόλιον που τους αποδίδουν νεώτεροι συγγραφείς...".
"...Οι πηγες αναφέρουν πολυάριθμους ήρωες Λαπίθες,πολύ περισσοτερους από τους ήρωες οποιουδήποτε αλλου Ελληνικού Φύλου".Άπαυτους τους ήρωες ο Αιγεύς και ο Θησέας συνδέονται με την Θεσσαλία,ο δεύτερος ιδιαιτερα με την Μαγνησία και την πόλη των Φερων.Επίσης στην Θεσσαλία,αλλα και στην κοιλάδα του Σπερχειού τοποθετείται ο Άμπυκος,ο Πολυποίτης,ο Φάλαρος
Οι Σαρακατσαναίοι
Οι Σαρακατσαναίοι είναι ένα πανάρχαιο ελληνικό φύλο.Νομάδες κτηνοτρόφοι,ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα,χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους.Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.Σύμφωνα με τη Σαρακατσιαναίικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους.Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης,οι Σαρακατσιαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα,ως ένδειξη πένθους και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή.Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς.Γι’ αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσάν=φυγάς,ανυπότακτος ),δηλ. μαύροι φυγάδες. Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη Σαρακατσάνος.Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σιαρίκ(κλέφτης) και την τουρκική μετοχή κατσάν (φυγάς,ανυπότακτος),(σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι’ αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα οι Τούρκοι.Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα,την Ελληνική,απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία,αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου.Το ίδιο αναλλοίωτοι και αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες παρέμειναν και οι Σαρακατσιαναίοι,οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας.Διατήρησαν τα έθιμα,τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό.Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους.Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλλίτερες υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση,τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας,της Ελληνικής,αποδεικνύει ότι οι Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους, που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα.Επειδή η λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα,τον κτηνοτρόφο,τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο,επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (αυτός που έχει πρόβατα,ο κτηνοτρόφος,ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (Βλαχόφωνο).Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσαναίοι ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό,ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά,ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο,τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσαναίοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό.Αλλά και στην ενδυμασία,στα ήθη και έθιμα,στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους,που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν..
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας,το Τσελιγκάτο.Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό,είτε το χειμώνα στα χειμαδιά,αδέρφια,πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού,για την καλύτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων.Αρχηγός του Τσελιγκάτου ήταν ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας),πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα,που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος,δυναμικός,κοινωνικός,ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος,ανοιχτοχέρης.Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων,πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων,αρνιών μαλλιών κ.τ.λ.).Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη:συμβούλευε-μαζί με τους γεροντότερους και έλυνε διαφορές.Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού.Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά (τεφτέρια).Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο.Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση.Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι’ αυτούς όλη τους η περιουσία.
Το σπίτι των Σαρακατσαναίων (το κονάκι),που το κατασκεύαζαν μόνοι τους,ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων:α) το ορθό κονάκι (κωνοειδής καλύβα),που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία (φωτογώνι) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα,είδη μαγειρικής κ.τ.λ.,ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα
β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων,ξύλα ( πελεκούδια ) και κλαδιά ελάτων (μπάτσες).
Τα κονάκια,ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη.Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν.Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα.Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσιαναίικη οικογένεια ήταν πατριαρχική.Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της.Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας,ο πατέρας.Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός.
Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη,η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος.Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό,συγκρατημένο στις πράξεις,τα λόγια και τους τρόπους του.
Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα,που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών.Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού (να φέρει ξύλα,ν’ ανάψει φωτιά,να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα,να περιποιηθεί τα παιδιά,να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ.),αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων (παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων,κατασκευή,στρώσιμο,ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ.).Η ρόκα,για το γνέσιμο του μαλλιού,ήταν η αχώριστη συντροφιά της.Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της.Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσαναία ευχαρίστηση και σκόλη.Εκείνο όμως που την κρατούσε σκλαβωμένη ήταν ο αργαλειός. Η Σαρακατσαναία ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής.Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση.Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση,ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.
Η παιδεία των Σαρακατσαναίων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια τσελιγκάτα,το καλοκαίρι,με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο,συνήθως συνταξιούχο,για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά.Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το δασκαλοκάλυβο.Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου.Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση,ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.
Οι Σαρακατσαναίοι ήταν πιστοί χριστιανοί,χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση.Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν.Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια.
Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων,κατατάσσονται σε τρεις ενότητες:στα κλέφτικα,στα ποιμενικά και της λεβεντιάς,της Χαράς (γάμου) και της αγάπης και του χωρισμού και της ξενητειάς.
Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό.Το παίξιμο της φλογέρας –το κατεξοχήν μουσικό όργανο– για τον Σαρακατσαναίο τσοπάνη ήταν μια ιεροτελεστία. Ιδιαίτερα γλεντούσαν,όταν γίνονταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο.Ο γάμος μαζί με τη γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσαναίικης κοινωνίας.Ο γάμος ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο πολυδιάστατο,με ένα κύκλο πράξεων,στάσεων,συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό του ήταν η ενδογαμία.Κοινωνικός σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή (γέννηση και ανατροφή παιδιών) και η κοινωνική κατανομή της εργασίας.Αλλά, και το θάνατο περιβάλουν με ένα κύκλο εκδηλώσεων και πράξεων που φανερώνει ότι ήταν προετοιμασμένοι για το αναπόφευκτο αυτό γεγονός.Στις μετακινήσεις τους,στο ξεκαλοκαιριό ή το χειμαδιό, είχαν πάντα μαζί τους τη νεκροαλλαξιά.
Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας.Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσιαναίοι. ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς –όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού – και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα.Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη.Πολλοί ήταν και οι επώνυμοι Σαρακατσαναίοι αγωνιστές (αρματολοί και κλέφτες) της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου,όπως οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες,ο Β. Δίπλας,ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη),ο Φαρμάκης,ο Γ. Τσόγκας,ο Αραπογιάννης,ο Λιάκος και κυρίως το καμάρι των Σαρακατσαναίων,ο Κατσαντώνης,ο πολεμιστής και καπετάνιος των Αγράφων και των Τζουμέρκων.
Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί,αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι.Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους,διέθεσαν τρόφιμα,ιματισμό,μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ. α.
Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσαναίους.Ανώνυμοι αγωνιστές επίσης αντιστάθηκαν σ’ όλους τους κατακτητές…
Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα,πίνακες ζωγραφικής,βιβλία προγονικά,αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά,αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη.
Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές.Μετά τον κούρο,το ξάσιμο του μαλλιού,το γνέσιμο,η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά.Οι Σαρακατσιαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής.Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές,τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις παναούλες,τις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα,ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακατσαναίικης τέχνης.
Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσιαναίων είναι πραγματικότητα.Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες,η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου,η αγροτική διαβίωση (ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα,η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες,ιδιωτικές και δημόσιες,η ανάδειξή τους στην επιστήμη,τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακατσαναίικη κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό.Ιδιαίτερα διέπρεψαν στις επιστήμες, αλλά δεν υπάρχει τομέας στον επαγγελματικό χώρο,στον οποίο να μην έχουν συμμετοχή.Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν.Φιλήσυχοι και φιλόξενοι,νομοταγείς,αξιοπρεπείς,εργατικοί και αξιόπιστοι διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους.
Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσιαναίοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων ( ΠΟΣΣ ) προσπαθούν να κρατήσουν και να συνεχίσουν τη παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας,με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα τραγούδια,να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους,διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα.
σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σαρακατσαναίων .
Το Πανελλήνιο Αντάμωμα στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνιου και άλλα τοπικά,σε θέσεις που συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οι Σαρακατσιαναίοι, που γίνονται κάθε χρόνο καθώς επίσης,συνεστιάσεις, συνάξεις και χοροεσπερίδες βοηθούν στη διατήρηση της παράδοσης αλλά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σαρακατσιαναίων.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ
Καθηγητής
Πρ. Πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων
Οι Καραγκούνηδες
Ο Νομός Τρικάλων κατοικείται στα πεδινά από τους Καραγκούνηδες.Οι Καραγκούνηδες είναι αυτόχθονες κάτοικοι του θεσσαλικού κάμπου,περισσότερο από 3.000 χρόνια,θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Θεσσαλών.Μάλιστα ο Ρήγα ς Βελεστινλής σε ένα άλλο σημείο του έργου του "Νέος Ανάχαρσις",όπου γίνεται αναφορά στη μάχη των Κενταύρων και Λαπίθων,ο Ρήγας καταχωρίζει μιά υποσημείωση με την επεξήγηση "Γκαραγγούνηδες,Χασιώτες έθνη της Θεσσαλίας",ταυτίζοντας τους ντόπιους κατοίκους της Θεσσαλίας,τους Γκαραγκούνηδες,με τους Κεντραύρους.Μάλιστα,στη Θεσσαλία της Χάρτας το πέμπτο Φύλλο της Χάρτας του,μεταξύ Λαρίσης και Βελεστίνου αναγράφει τα ίδια, ότι οι τωρινοί πληθυσμοί των Γκαραγκούνηδων ταυτίζονται με τον αρχαίο πληθυσμό των Κενταύρων.Σημειώνει χαρακτηριστικά «Κένταυροι-Γκαραγκούνηδες».Ο Κρυστάλλης γράφει ότι οι Καραγκούνηδες της Ηπείρου ήταν Βλάχικη φυλή και κατείχαν την του Μουζακίου χώρα της άνω Ηπείρου και παντού ονομάζονται από τους Έλληνες Αρβανιτόβλαχοι,διότι ανέκαθεν ήταν σε όλα μεμιγμένοι με τους Αλβανούς".Επίσης πολλά έχουν γραφεί για τον εποικισμό της περιοχής από τουρκαλβανούς κατά τον 14ο,15ο και 18ο αιώνα.Όμως οι Καραγκούνηδες,το κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο του θεσσαλικού κάμπου,θα μπορούσαν να θεωρηθούν άμεσοι απόγονοι των πρώτων κατοίκων της περιοχής.Η ετυμολογία της λέξης Καραγκούνης αποτελεί πεδίο μελέτης και σύγκρουσης καθώς αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση για τους ανθρωπολόγους.Άλλοι ανατρέχουν στο φυλετικό επίπεδο και άλλοι στα πολιτισμικά καθημερινής φύσεως στοιχεία (από το χρώμα της επιδερμίδας και την ιστορική καταβολή έως τα ενδύματα, τη μαύρη φορεσιά και το γλωσσικό ιδίωμα).Το όνομα εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την τουρκοκρατία και πιθανότατα το πρώτο συνθετικό (καρά-) τουρκικής προέλευσης παραπέμπει στο μαύρο χρώμα, ενώ όσο αφορά το δεύτερο (-γκουν) Ισως οίο γκούνα (κατεργασμένο δέρμα ζώου),ή στο τούρκικο γιουνάν (Ελληνες),ή κατά άλλους μαύρη γούνα ή μαύρο γένος με την έννοια του φοβερού.Δεν απουσιάζουν βέβαια και άλλες ερμηνευτικές προσπάθειες,λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες,που σχετίζονται με το ελληνικό κάρα (κεφαλή) + το ρήμα κουνώ (καθόσον οι καραγκούνηδες συνήθιζαν αντί για την καταφατική απάντηση να κουνούν το κεφάλι τους) και ούτε λείπουν παραδόσεις και θρύλοι που φτάνουν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Θεωρούνται άνθρωποι ολιγαρκείς καλοί πεζοπόροι και ιππείς και ιδιαίτερα ανθεκτικοί στις αντίξοες συνθήκες λόγω του ηπειρωτικού κλίματος της περιοχής.Επίσης είναι γνωστή η ευθύτητα στη συμπεριφορά τους και η φιλοξενία.Αναμφίβολα ο ευρύς κάμπος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των ασχολιών στις οποίες επιδίδονταν.Οι Καραγκούνηδες προσάρμοσαν τη καθημερινή ζωή τους την εργασία και τη διασκέδαση στις δυνατότητες και τις ανάγκες του κάμπου.Ηταν άνθρωποι εργαζόμενοι στη γη και παρήγαγαν προϊόντα για να επιβιώσουν οι πάντες και κατά κύριο λόγο οι κατακτητές και τα στρατεύματα.Εξάλλου ανήκαν αυτοί και η γη στο γαιοκτήμονα ή τον τσιφλικά και δούλευαν γι' αυτούς.Η πίστη όμως αυτών των ανθρώπων στα εθνικά τους ιδανικά αποτέλεσε στο διάβα των αιώνων την ακατανίκητη δύναμη για τη συνέχιση της ζωής τους.Ήταν η αντίδραση τους στους κάθε λογής κατακτητές που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον.
Αυτή η πίστη και η καθαρότητα του λαού των Καραγκούνηδων διαφύλαξε την ελληνικότητά τους.Θεωρούσαν σαν κατάπτωση της ζωής τους ν' αλλάξουν την ελληνικότητα τους και την εθνική τους υπόσταση.Ασχολήθηκαν με την ιππασία και τη γεωργία,ενώ τα κλασικά αθλήματα ήταν η πάλη,το λιθάρι,η κοκορομαχία,το κάλεσμα του περιστεριού.Πλούσιος ο πολιτισμός των Καραγκούνηδων του κάμπου.Σπουδαία και η λαϊκή παράδοση τους και εξίσου χαρακτηριστικά τα έθιμα τους.Σήμερα τούτη η πληθώρα των παραδοσιακών στοιχείων συνεχίζει να εμφανίζεται μέσα από τις ποικίλες και πολλές εορταστικές εκδηλώσεις της καραγκούνικης ζωής οι οποίες μεταφέρουν μέσα τους τα σημάδια της συντελεσμένης συνάντησης και της επίδρασης των αντιθέσεων.Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα Ρουγκάτσια,παμπάλαιο έθιμο του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων,με το οποίο επιδιώκεται η αποπομπή των κακών πνευμάτων.Τα Ρουγκάτσια (Ρουγκατσάρια) αποτελούνταν από ομάδες (10-15 μεταμφιεσμένων ατόμων) οι οποίες περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή.Μερικά από τα απαραίτητα μέλη του κάθε ομίλου ήταν ο γαμπρός, η νύφη (νέος μεταμφιεσμένος),ο παπάς,ο παππούς,ο γιατρός και οι αρκουδιάρηδες.Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός τραγουδιών με τα οποία οι Ρουγκατσάρηδες συνόδευα το πέρασμα τους.Εξίσου ενδιαφέρουσα καραγκούνικη ιδιαιτερότητα ήταν το Σεργιάνι (από το τουρκικό seyran = περίπατος,εκδρομή). Πρόκειται για την παρακολούθηση,χάζεμα των χορών που οι Καραγκούνες χόρευαν κατά τις ημέρες ξεχωριστών εορτών (Φώτα,Πάσχα,κ.ά.).Πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια του Σεργιανιού πραγματοποιούνταν και άλλες παράλληλες εκδηλώσεις (πάλη,αγώνες),ενώ δεν απουσίαζαν και οι συμφωνίες γάμων και τα προξενιά μεταξύ των νέων.Ξεχωριστή μορφή στο χώρο της καραγκούνικης κοινωνίας αποτελούσε η γυναίκα Καραγκούνα για την οποία άλλωστε έχουν γραφεί και τραγουδηθεί πάμπολλα τραγούδια (με πιο γνωστό το "Καραγκούνα"),τα οποία υμνούσαν την ομορφιά, τη φρεσκάδα και τη χάρη της.Σημαντικό αντικείμενο έρευνας αποτέλεσε και η γυναικεία καραγκούνικη φορεσιά,η οποία παρουσιάζει μια πρωτοφανή ποικιλία και διακρίνεται σε επίσημη χειμωνιάτικη,επίσημη καλοκαιρινή,καθημερινή και νυμφιάτικη.Όμορφος και ο συνδυασμός παραδοσιακής ενδυμασίας και των κοσμημάτων που χρησιμοποιούνταν (για το λαιμό,για το στήθος,για τη μέση).Είναι αξιοσημείωτο ότι τα διακοσμητικά θέματα της φορεσιάς αποτελούν συχνά μια ενιαία ενότητα και πάντοτε εκφράζουν τη βαθιά σχέση των ντόπιων με τη φύση και τα ζώα.Έπρεπε να είναι καλοδουλεμένα με καλή τάξη και σειρά γιατί διαφορετικά δυσάρεστα.Κεντούσαν με επιμέλεια και φροντίδα το ρουχισμό τους και ακολουθούσαν με σεβασμό και θρησκευτική ευλάβεια τον κληρονομικό και παραδοσιακό κώδικα σχεδίων που με τους διάφορους συμβολισμούς και δοξασίες περιέκλειε ολόκληρο τον κύκλο της ζωής.Η βασική δομή των κεντημάτων ήταν σχεδιασμοί από την αρχαιότητα που συνεχίζονται με προσήλωση και αυστηρότητα.Εξαίρετο και απαραίτητο στοιχείο της παραδοσιακής ζωής των, είναι και ο αργαλειός με τον οποίο υφαίνονταν μεγάλο μέρος των ενδυμασιών.Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της καραγκούνικης ενδυμασίας έπαιξαν και οι Ηπειρώτες τεχνίτες που περιόδευαν στην περιοχή, μεταφέροντας την εμπειρία και το γούστο των καλλιτεχνημάτων τους.
ΥΓ:
Βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε και του Κατσακιώρηδες,φυλή που ανταμώνεται στην περιοχή των Τζουμέρκων,αλλά οι πηγές του διαδυκτίου είναι ανύπαρκτες σχετικά με το θέμα.
Ευχαρίστως να δημοσιεύσουμε όποιο άρθρο μας στείλετε!